Το παράδειγμα της ΕΣΣΔ με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού
Το παράδειγμα της ΕΣΣΔ με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού
Σήμερα, με την έκταση που παίρνει η εξάπλωση του κορονοϊού και οι θάνατοι που ακολουθούν, επιβεβαιώνουν για πολλοστή φορά ότι η υγεία του ανθρώπου αποτελεί μια από τις θεμελιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή και την εξέλιξη της κοινωνίας.
Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι η υγεία στον καπιταλισμό είναι εμπόρευμα.
Ο καπιταλισμός δίνει μόνο ψίχουλα για την υγεία των εργαζομένων, παρ’ όλο που αυτοί παράγουν τον πλούτο.
Σε καμιά καπιταλιστική χώρα το σύστημα υγείας-πρόνοιας δεν είναι κοινωνικό-λαϊκό αγαθό.
Με την ύπαρξη και την αίγλη του Σοσιαλισμού αλλά και με τους αγώνες των εργαζομένων, οι κυβερνήσεις έδιναν κάποιες παροχές στην υγεία.
Σήμερα στην Ελλάδα και διεθνώς οι κυβερνήσεις εμπορευματοποιούν ολοένα και περισσότερο την υγεία.
Στη χώρα μας, με την αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού, φάνηκαν οι μεγάλες και μόνιμες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας.
Όταν ο καπιταλισμός εμπορεύεται τα πάντα και την υγεία, τα μέτρα προστασίας και πρόληψης, ειδικά για τον απλό κόσμο, τους εργαζόμενους «περισσεύουν».
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει και επεκτείνει το αντιλαϊκό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σε βάρος των εργαζόμενων και των οικογενειών τους.
Παρουσιάζουν τα προβλήματα στην υγεία, σαν «κακό συντονισμό των φορέων».
Με κατευθύνσεις της Ε.Ε., οι κυβερνήσεις αλλά και οι δημοτικές αρχές αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους με τη λογική του «κόστους» για το κράτος και του «οφέλους» για τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας.
Με αυτές τις πολιτικές ανοίξανε οι ιδιωτικές επιχειρήσεις υγείας, προσπαθώντας να καλύψουν τις ελλείψεις σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και σε κρατικά νοσοκομεία.
Ανακοινώνουν προγράμματα πρόληψης της υγείας χωρίς να έχουν μόνιμο προσωπικό και ειδικά σε κρίσιμες ειδικότητες και χωρίς να υπάρχει κρατική χρηματοδότηση.
Παραπέμπουν την υγεία και την πρόληψη στην αυξημένη ατομική ευθύνη της λαϊκής οικογένειας, αντί να αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα.
Αυτό το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, πριν 100 χρόνια, είχε εξασφαλιστεί από ένα διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, από τη νεοσύστατη εξουσία της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς στη Σοβιετική Ένωση.
Στις σημερινές συνθήκες φαίνεται για άλλη μια φορά η ανωτερότητα του Σοσιαλισμού, ενός συστήματος, που στο επίκεντρο του είχε τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Ένα σύστημα που μέσω του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (δηλαδή ήταν στα χέρια της εργατικής τάξης), κατάφεραν να οικοδομήσουν το καλύτερο σύστημα υγείας στον κόσμο.
Πως αντιμετώπιζε η εργατική εξουσία τη φροντίδα για την υγεία, κυρίως ποια πολίτικη εφάρμοζε, ώστε να γίνεται πράξη το δικαίωμα να είσαι υγιής, για να προσφέρεις στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας;
Πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και την περίοδο του εμφυλίου, σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας, θέριζαν επιδημίες πολλών ασθενειών (τύφος, χολέρα, ελονοσία), με εκατομμύρια νεκρούς.
Το ¼ του πληθυσμού πέθαινε από μολυσματικές ασθένειες.
Η προεπαναστατική Ρωσία κατείχε μια από τις πρώτες θέσεις, σε θνησιμότητα, στον κόσμο.
Την περίοδο οικοδόμησης της Σοβιετικής εξουσίας, η κατάσταση με τις επιδημίες οξύνθηκε, εξαιτίας του οικονομικού αποκλεισμού, πείνας, εξαθλίωσης, εμφυλίου πολέμου και τις επεμβάσεις των καπιταλιστικών χωρών.
Από τις πρώτες μέρες, η Σοβιετική εξουσία ξεκίνησε την καταπολέμηση των επιδημιών.
Ήταν πανεθνική και κρατική υπόθεση.
Από την πρώτη μέρα, η πολεμική – επαναστατική επιτροπή του Πέτρογκραντ συγκρότησε ιατρικό – υγειονομικό τμήμα με επικεφαλής τον γιατρό-μπολσεβίκο Μ. Η. Μπαρσουκόφ.
Αυτό το τμήμα είχε την ευθύνη αναδιοργάνωσης όλου του ιατρικού-υγειονομικού συστήματος της χώρας.
Για την καταπολέμηση των επιδημιών και την καταπολέμηση της αντιυγειονομικής κατάστασης, στο τμήμα υγείας της Λαϊκής Επιτροπής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δημιουργήθηκε υγειονομικός-επιδημιολογικός τομέας με επιδημιολογικό τμήμα, το οποίο και εξελίχθηκε σε κεντρικό όργανο για την διενέργεια αντιεπιδημικών και προληπτικών εκδηλώσεων.
Αντίστοιχα τμήματα οργανώθηκαν και σε άλλες πόλεις και έμπαιναν ενεργά στη μάχη ενάντια στις επιδημίες.
Ο υγειονομικός-επιδημιολογικός τομέας δημιούργησε επιτροπές για την καταπολέμηση τους: Κεντρική Επιτροπή, Επιτροπή Εμβολίων, Επιτροπή για την Μελέτη του Τύφου.
Η Κεντρική Επιτροπή ιδρύθηκε στις 23/7/1918 και οι σκοποί της ήταν η επεξεργασία δραστηριοτήτων κατά των επιδημιών, όπως η χολέρα, τύφος, πανούκλα.
Επίσης ασχολούνταν με σχεδιασμό αποφάσεων, με κανονισμούς και ενέργειες για την εξάλειψη των επιδημιών.
Από το 1919 μέχρι το 1921, το Κόμμα των Μπολσεβίκων και η Κυβέρνηση είχαν εγκρίνει 18 διατάγματα για την καταπολέμηση των μολυσματικών ασθενειών.
Υπάρχουν πολύ σημαντικά ντοκουμέντα για την οργάνωση της μάχης ενάντια στις επιδημίες, όπου η συζήτηση γινόταν με την παρουσία και τη συμμετοχή του Β.Ι. Λένιν.
Τα ντοκουμέντα ήταν συγκεκριμένα και οι αποφάσεις άμεσες.
Σύμφωνα με τον Δρ. Σιμάσκο, η επιτροπή είχε αποφασίσει και νομοθέτησε άμεσα το διάταγμα που ήταν η βάση για την καταπολέμηση όλων των επιδημιών.
Το 1919 οργανώθηκε ομαδικός εμβολιασμός κατά της ευλογιάς, σύμφωνα με το διάταγμα που υπέγραψε ο Β.Ι. Λένιν, με αποτέλεσμα μέχρι το 1930 να έχουν εξαλειφθεί η ευλογιά αλλά και η χολέρα.
Στη Σοβιετική Ένωση δεν καταγράφονται κρούσματα πανούκλας, παρ’ όλο που σε κάποιες περιοχές υπάρχουν εστίες αυτής της ασθένειας από τρωκτικά και αυτό γιατί η ακριβής οργάνωση και τα προληπτικά μέτρα προλαμβάνανε την εξάπλωση της νόσου.
Μέχρι το 1932 είχαν εξαφανίσει στην Κεντρική Ασία και τα τελευταία στίγματα λοιμωδών ασθενειών.
Στη Σοβιετική Ένωση ο ομαδικός εμβολιασμός των παιδιών είχε μειώσει κατά πολύ τη διάδοση του κοκίτη και της ιλαράς.
Ειδικότερα για την ιλαρά, ο εμβολιασμός γινόταν από την ηλικία των 15-18 μηνών.
Στη Σοβιετική Ένωση ουσιαστικά μειώθηκε κατά πολύ η θνησιμότητα από τις μολυσματικές ασθένειες και την περίοδο των πρώτων μηνών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Υγειονομική Διοίκηση του Κόκκινου Στρατού έχοντας τη εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, είχε βγάλει τα συμπεράσματα της και δημιούργησε ένα καθεστώς για τη σωστή θωράκιση κατά των επιδημιών στα στρατεύματα.
Στις 2/2/1942 κατατέθηκε νομοσχέδιο στην Κεντρική Επιτροπή Εθνικής Άμυνας που αποσκοπούσε τόσο στην αποτροπή των επιδημιών, αλλά και την θωράκιση εναντίον τους, σε όλη τη χώρα του πληθυσμού αλλά και του Κόκκινου Στρατού.
Δηλαδή η διεκπεραίωση αυτών των δραστηριοτήτων δεν ανατέθηκε μόνο στο τμήμα της υγείας του Λαϊκού Επιτροπάτου της Σοβιετικής Ένωσης και στα εκτελεστικά όργανα των τοπικών Σοβιέτ, αλλά και στα Επιτροπάτα των Συγκοινωνιών, του Ναυτικού κλπ.
Το ψήφισμα αυτό προέβλεπε τη δημιουργία επιτροπών έκτακτης ανάγκης για την καταπολέμηση των επιδημιών, με επικεφαλής τους Γραμματείς των τοπικών Σοβιέτ, των εκπροσώπων του Κόκκινου Στρατού και τις Κομματικές Οργανώσεις.
Είχαν δημιουργηθεί υγειονομικοί σταθμοί για έλεγχο σε όλους του δρόμους και σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου υπήρχαν δωμάτια απομόνωσης και φορητά λουτρά απολύμανσης.
Με το τέλος του πολέμου υπήρχαν 154 μετακινούμενα νοσοκομεία.
Με όλα αυτά τα μέτρα, για πρώτη φορά στην ιστορία των πολέμων, δεν υπήρξε επιδημία στο στράτευμα.
Μέτρα από την πρώτη στιγμή της Εργατικής εξουσίας
Το 1918 στην Οδησσό οργανώθηκε σταθμός απολύμανσης, ο οποίος ήταν πρότυπο αντιεπιδημιολογικής εξυπηρέτησης του πληθυσμού της πόλης, ενώ την ίδια χρονιά ιδρύεται σταθμός απολύμανσης και στο Λένινγκραντ.
Με το ψήφισμα των Σοβιέτ των λαϊκών κομισάριων, από 15/9/1922, είχε καθοριστεί ο προγραμματισμός όλων των υγειονομικών οργάνων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην οποία συμπεριλήφθηκε ο υγειονομικός έλεγχος του νερού, του αέρα και της γης.
Με το από 19/2/1927 ψήφισμα, τα υγειονομικά όργανα της Ομοσπονδίας είχαν καθιερώσει νόρμες υγειονομικών οργάνων για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια.
Στο ψήφισμα της 8/10/1927 ορίστηκε στην δουλειά των υγειονομικών οργάνων, η πρόληψη και η οργάνωση δραστηριοτήτων κατά των επιδημιών.
Το 1920 είχε δημιουργηθεί δίκτυο για την καταπολέμηση της πανούκλας.
Το 1924 άρχισαν να δημιουργούνται ιδρύματα για πρόληψη και καταπολέμηση της ελονοσίας. Συμμετείχαν εξειδικευμένες οργανώσεις και οι λαϊκές μάζες.
Τη δεκαετία 1920-30 άρχισαν να δημιουργούνται εξειδικευμένα ιδρύματα, που ασχολήθηκαν με την παρασιτολογία, ειδικά στις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Το 1924 στη Μπουχάρα ιδρύθηκε το Ουζμπέκικο Ινστιτούτο Τροπικής Ιατρικής, που ασχολούνταν με τις λοιμώξεις του πεπτικού συστήματος.
Μέχρι το 1937 σε όλη την επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης υπήρχαν 775 παρόμοια ιδρύματα.
Το 1933 δημιουργήθηκε δίκτυο ιδρυμάτων για την καταπολέμηση της λεπτοσπείρωσης, το 1935 κατά της βρουκέλωσης, το 1955 όλα τα εξειδικευμένα κέντρα είχαν συγχωνευθεί με τους υγειονομικούς-επιδημιολογικούς σταθμούς της περιφέρειας.
Οι υγειονομικοί – επιδημιολογικοί σταθμοί εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα και ήταν τα βασικά ιδρύματα που παρείχαν υγειονομική-επιδημιολογική υπηρεσία, που είχαν τον έλεγχο και την καθοδήγηση των μέτρων για την πρόληψη και την επίβλεψη των προληπτικών και αντιεπιδημιολογικών δραστηριοτήτων.
Η κυβέρνηση και τα υγειονομικά όργανα έδιναν μεγάλη σημασία στα εμβόλια κατά διαφόρων μολυσματικών ασθενειών και την δημιουργία οικονομικής βάσης για τον εμβολιασμό των παιδιών και των ενηλίκων.
Το 1931-32, για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση έγινε εμβολιασμός των παιδιών κατά της διφθερίτιδας.
Το επιστημονικό προσωπικό δούλευε για τη δημιουργία αποτελεσματικών εμβολίων κατά των ιών διαφόρων στελεχών γρίπης.
Την πιο σημαντική δουλεία σε αυτήν την κατεύθυνση την έκαναν τα πολυάριθμα επιστημονικά-ερευνητικά ινστιτούτα, που είχαν αποκλειστική κατεύθυνση την επιδημιολογία.
Επίσης ασχολούνταν με επίκαιρα θέματα πρόληψης και καταπολέμησης των μολυσματικών ασθενειών, δημιουργώντας καινούργια φάρμακα.
Υπήρχαν επιστημονικές έρευνες σε όλες τις ιατρικές σχολές, στις έδρες Επιδημιολογίας, Μικροβιολογίας και Παρασιτολογίας.
Μεγάλη βοήθεια για την εκπαίδευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού ήταν η εκτύπωση εγχειριδίων.
Εγχειρίδια και βιβλία ήταν καθοδηγητικά για κάθε επιδημιολόγο.
Το εξειδικευμένο προσωπικό νοσηλευτών – υγειονομικών στελέχωνε τα εξωτερικά ιατρικά και τις πολυκλινικές στις πόλεις και στα χωριά, το οποίο ανακάλυπτε άτομα που είχαν επαφή με ασθενείς και παρακολουθούσαν την εξάπλωση στις εστίες μόλυνσης.
Συνομιλούσαν με τους κατοίκους ώστε να τηρούν όλα τα μέτρα πρόληψης, οργάνωναν απολυμάνσεις, παίρνανε μέρος στη μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο και παρακολουθούσαν άτομα τα οποία είχαν ασθενήσει με λοιμώδεις ασθένειες, όπως τύφο, δυσεντερία, ηπατίτιδα κ.α., ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος του νοσηλευτικού προσωπικού και στον εμβολιασμό των κατοίκων καθώς και η συμμετοχή του σε προληπτικές και αντιεπιδημιολογικές δραστηριότητες σε σχολεία, νηπιαγωγεία, παιδικούς σταθμούς, εξωτερικά ιατρεία, νοσοκομεία, καταστήματα τροφίμων κ.α.
Σε όλα τα χωριά υπήρχαν αρχινοσοκόμοι-υγειονομικοί, οι οποίοι έλεγχαν τις συνθήκες εργασίας και της ζωής των κατοίκων.
Το νοσοκομείο και η πολυκλινική του νομού καθοδηγούσαν, ως κεντρικά ιδρύματα στον ειδικό τομέα, όλα τα κατώτερα ή παράλληλα υγειονομικά ιδρύματα του νομού και είχαν την ευθύνη για τη συνεχή επιμόρφωση των συνεργατών τους.
Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη καλυπτόταν από ένα σύγχρονο κλιμακωτό σύστημα παροχής βασικών και ειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών.
Αυτό στηριζόταν ιδιαίτερα στις πολυκλινικές και στους σταθμούς κοινοτικών νοσηλευτριών που ήταν διαμοιρασμένες σε ολόκληρη τη χώρα.
Οι πολυκλινικές ήταν υγειονομικά κέντρα (Κέντρα Υγείας), όπου συνεργάζονταν γιατροί, τουλάχιστον έξι διαφορετικών ειδικοτήτων.
Διέθεταν εκτός από τις αίθουσες εξέτασης και θεραπείας και από ένα διαγνωστικό εργαστήριο, ένα ακτινογραφικό τμήμα, ένα φαρμακείο και ένα τμήμα φυσιοθεραπείας.
Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και θεραπεία βασιζόταν στην αρχή ότι έπρεπε να παρέχονται εκεί που ζουν και εργάζονται οι άνθρωποι.
Για την εξωνοσοκομειακή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη φρόντιζαν δίπλα στις πολυκλινικές και τα εξωτερικά πολυ-ιατρεία και ιατρεία, δημόσιοι γιατροί και οδοντίατροι.
Το σύστημα του οικογενειακού γιατρού συνέβαλλε στη σύσφιξη των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στο γιατρό και τον άρρωστο.
Σε πυκνοκατοικημένες περιοχές δημιουργούνταν στοματολογικές πολυκλινικές.
Τα παιδιά υποβάλλονταν σε σχολικές οδοντιατρικές εξετάσεις και λειτουργούσαν και ιδιαίτερες οδοντιατρικές κλινικές για νέους.
Η εισαγωγή φθορίου στο πόσιμο νερό, σε πολλές περιοχές, ήταν βέβαια ένα δαπανηρό αλλά και πολύ αποτελεσματικό μέτρο για την καταπολέμηση της τερηδόνας, με αυτό επιτεύχθηκε όμως, μείωση του σαπίσματος των δοντιών σε παιδιά κατά 70%.
Υπήρχαν πολυκλινικές και στα εργοστάσια, που φρόντιζαν τη βελτίωση της ιατρικής περίθαλψης των εργαζομένων της επιχείρησης και των κατοίκων που έμεναν τριγύρω από αυτήν.
Οι πολυκλινικές διέθεταν όλα τα σύγχρονα μέσα που είχαν ανάγκη οι γιατροί για τη θεραπεία των ασθενών.
Στην πολυκλινική κάθε εργοστασίου υπήρχε ένα κέντρο διάγνωσης καθώς επίσης και σύγχρονα μηχανήματα οδοντιατρείου.
Τα βασικότερα τμήματα της ιατρικής, όπως γενική ιατρική, παθολογία, χειρουργική, γυναικολογία, ωτορινολαρυγγολογικό και ορθοπεδικό τμήμα, αντιπροσωπεύονταν στην πολυκλινική.
Με αυτόν τον τρόπο σε όλους τους σπουδαιότερους κλάδους, από την προληπτική προστασία της υγείας, τη φροντίδα σε περίπτωση ασθένειας και την περίθαλψη μετά την ανάρρωση, εξασφαλιζόταν ολόπλευρη ιατρική περίθαλψη.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμες που δούλευαν σε πολυκλινική εργοστασίου υπάγονταν στο Υπουργείο Υγείας, όμως είχαν το δικαίωμα να κάνουν συστάσεις στην επιχείρηση και να ελέγχουν την πραγματοποίησή τους.
Οι υπηρεσίες της πολυκλινικής είχαν πολλές απασχολήσεις:
Από τις προληπτικές εξετάσεις καρκίνου – εκτενή γυναικολογική περίθαλψη – όλες οι γυναίκες του εργοστασίου εξετάζονταν προληπτικά μια φορά το χρόνο – μέχρι αναλύσεις στον τόπο της εργασίας, γυμναστική στα διαλείμματα.
Εκτός από αυτά, το εργοστάσιο διέθετε δική του σάουνα.
Και όλα αυτά γινόντουσαν με τα χρήματα του κράτους.
Με την καπιταλιστική παλινόρθωση το μεγαλύτερο μέρος των παροχών στην υγεία χάθηκε.
Σήμερα βασίζονται στις φιλανθρωπίες και στο “παχύ πορτοφόλι”.
Οι κατακτήσεις των εργαζομένων στη σοσιαλιστική κοινωνία, στην υγεία, όπως και στην παιδεία και τον πολιτισμό, μέχρι και σήμερα δεν αμφισβητούνται.
Όμως οι κατακτήσεις δεν έρχονται από μόνες τους.
Είναι ζήτημα ταξικής πάλης και αλλαγής συσχετισμού για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος, δηλαδή τον καπιταλισμό, που δεν μας παρέχει όλα αυτά που είχε ο Σοσιαλισμός, γιατί δεν θέλει και δεν μπορεί.
Μάρτιος 2020
Ελευθεριάδου Ρούλα
Συνταξιούχος Οδοντίατρος
Απόφοιτη Ιατρικής Σχολής Τασκένδης
Μέλος του Γενικού Συμβουλίου του Συλλόγου
«Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό»
Μπορείτε να κατεβάσετε το άρθρο εδώ.