Σημειώσεις για την οργάνωση της υγειονομικής και αντιεπιδημικής φροντίδας στην ΕΣΣΔ – άρθρο του μέλους του ΔΣ του Συλλόγου Δήμητρας Καρανάσιου*

Οι γρήγοροι ρυθμοί εξάπλωσης της επιδημίας του κορονοϊού, τα ελλιπή μέτρα που εφαρμόζονται από τις αστικές κυβερνήσεις στη δημόσια Υγεία – εξασφαλίζοντας χρόνο κερδοφορίας για τα μονοπώλια και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη – έρχονται για άλλη μια φορά να επιβεβαιώσουν με τον πιο τραγικό τρόπο ότι κανένα σύστημα δημόσιας Υγείας που στηρίζεται στη λογική «κόστους – οφέλους» δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις δύσκολες συνθήκες μιας πανδημίας.

Θυμίζουμε τα λόγια του Λένιν που έγραφε τον Σεπτέμβρη του 1917 όταν ο πόλεμος, η εξαθλίωση απειλούσαν τη ζωή του ρωσικού λαού:

«Κι ωστόσο φθάνει να προσέξει κανείς λίγο και να σκεφθεί, για να πειστεί πως υπάρχουν τρόποι να καταπολεμηθούν η καταστροφή και η πείνα, ότι τα μέτρα πάλης που πρέπει να παρθούν είναι απολύτως καθαρά και απλά, απολύτως πραγματοποιήσιμα, απολύτως προσιτά στις λαϊκές δυνάμεις, και πως τα μέτρα αυτά δεν παίρνονται αποκλειστικά και μόνο γιατί η εφαρμογή τους θα θίξει τα πρωτάκουστα κέρδη μιας χούφτας τσιφλικάδων και καπιταλιστών. (…)

Το μέτρο αυτό είναι ο έλεγχος, η επίβλεψη, η καταγραφή, η ρύθμιση από το κράτος, ο καθορισμός μιας σωστής κατανομής των εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων, η φειδώ στις λαϊκές δυνάμεις, η αποφυγή κάθε σπατάλης δυνάμεων και η οικονομία αυτών των δυνάμεων»

(Λένιν «Απαντα» τ. 34, σελ. 153, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», «Η απειλή που μας απειλεί και πώς να την σταματήσουμε»).

Στα 70 χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της ΕΣΣΔ, το σύστημα δημόσιας Υγείας και περίθαλψης είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του σοβιετικού λαού.

Στο 1ο Πρόγραμμα του ΣΔΕΚΡ, το 1903, με την καθοδήγηση του Λένιν έγινε η επεξεργασία των θέσεων των μπολσεβίκων για την καθιέρωση της εργάσιμης μέρας 8 ωρών, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, τη δωρεάν ασφάλιση των εργαζομένων και την προστασία της λαϊκής υγείας.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, για πρώτη φορά στον κόσμο, δημιουργήθηκε ένα κρατικό σύστημα Υγείας, σε μια κοινωνικοποιημένη οικονομία και με κεντρικό σχεδιασμό που στόχο είχε την παροχή υψηλού επιπέδου δωρεάν ιατρικής περίθαλψης, την πρόληψη, την κατάργηση όλων των κοινωνικών παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία, την προστασία της μητέρας και του παιδιού, την προστασία του περιβάλλοντος και την πλατιά λαϊκή συμμετοχή στην προαγωγή της υγείας.

Στα πρώτα επαναστατικά χρόνια, σε συνθήκες πολέμου, πείνας και ιμπεριαλιστικής επίθεσης, το νεαρό σοβιετικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη επιδημιολογική κατάσταση.

Το 1/4 του πληθυσμού υπέφερε από τύφο, χολέρα, ευλογιά και άλλες σοβαρές λοιμώξεις.

Προεπαναστατικά σε όλη τη χώρα υπήρχαν 7 υγειονομικές υπηρεσίες μόνο σε 73 πόλεις και 40 επαρχίες, με 257 γιατρούς και 28 εργαστήρια υγιεινής και επιδημιολογίας.

Παίρνοντας αυτήν την κατάσταση στα χέρια της η σοβιετική εξουσία την άλλαξε ριζικά, ενισχύοντας τις δομές Υγείας και κυρίως αλλάζοντας την κατεύθυνσή τους.

Στην ΕΣΣΔ, ασκούνταν μια διαρκής υγειονομική εποπτεία μέσω αυτόνομων υγειονομικών και αντιεπιδημικών υπηρεσιών κάτω από την καθοδήγηση του υπουργείου Υγείας.

Η ανάπτυξη ενός τεράστιου δικτύου που συμπεριλάμβανε όλες τις διοικητικές δομές της χώρας, όλες τις Σοβιετικές Δημοκρατίες, τις περιφέρειες, τις επαρχίες, ακόμα και τα χωριά είχε ως κύριο στόχο την πρόληψη.

Αυτό αφορούσε τη βελτίωση του επιπέδου της δημόσιας Υγείας, της συνοικιακής εργασίας και διαβίωσης, την προστασία του περιβάλλοντος, την εκπαίδευση, τη διατροφή, τον εμβολιασμό του πληθυσμού, την υγειονομική προστασία των εισόδων της χώρας και την πρόληψη της επιδημίας.

Οι υγειονομικές υπηρεσίες είχαν νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και διέθεταν την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή.

Σκοπός τους ήταν να καταγράφουν και να συγκεντρώνουν στατιστικά δεδομένα, να διεξάγουν εργαστηριακούς ελέγχους και να εκπονούν μελέτες που αποτελούν τη βάση για την αξιολόγηση της επιδημιολογικής κατάστασης σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής της χώρας.

Η υλοποίηση των μέτρων αυτών πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, των κτηνιατρικών υπηρεσιών, των εκπαιδευτικών αρχών, των συνδικαλιστικών και συνεταιριστικών οργανώσεων, των εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων και των ερευνητικών ιδρυμάτων.

Το σημαντικότερο επίτευγμα αυτής της οργάνωσης ήταν η ευρεία εφαρμογή των ερευνητικών αποτελεσμάτων στην ανάπτυξη των υγειονομικών κανονισμών σε όλες τις σφαίρες της ζωής του σοβιετικού λαού, αλλά και η επικαιροποίησή τους κάθε 5 χρόνια, σύμφωνα με τα καινούρια επιστημονικά δεδομένα.

Στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1979, στο άρθρο 30, αναφέρεται ότι σε περίπτωση εμφάνισης επιδημίας, οι εκτελεστικές επιτροπές των εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν ειδικά μέτρα στους χώρους δουλειάς, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στις συγκοινωνίες και τις μεταφορές για την αποτροπή της εξάπλωσης, αλλά και να φροντίσουν για την έγκαιρη οργάνωση της νοσηλείας, της απομόνωσης των αρρώστων και της ιχνηλάτησης των επαφών.

Το 1940 το υγειονομικό – αντιεπιδημικό δίκτυο αριθμούσε 12,5 χιλιάδες ειδικευμένους γιατρούς, 1.943 υγειονομικούς σταθμούς, 1.940 βακτηριολογικά – επιδημιολογικά εργαστήρια και 787 σταθμούς απολύμανσης.

Από το 1927, η Σοβιετική Ένωση πέτυχε με τη βελτίωση των συνθηκών στους τόπους δουλειάς και διαβίωσης, τα μέτρα εξυγίανσης, τον μαζικό εμβολιασμό να καταπολεμήσει πολλές από τις επικίνδυνες επιδημίες.

Σποραδικά κρούσματα που εμφανίστηκαν αργότερα αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αποτελεσματικά.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όλες οι προσπάθειες του συστήματος Υγείας επικεντρώθηκαν στην αντιμετώπιση των τραυματιών, αλλά και στην αποφυγή της ανάπτυξης των επιδημιών στους μαχητές του Κόκκινου Στρατού και τα μετόπισθεν.

Οι ηρωικές προσπάθειες των Σοβιετικών γιατρών στα πολεμικά μέτωπα ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της Νίκης κατά του φασισμού.

Περισσότεροι από 72% των τραυματισμένων και το 90% των ασθενών αποκαταστάθηκαν.

Για πρώτη φορά στον κόσμο σε όλη τη διάρκεια του πολέμου δεν αναπτύχθηκε κανένα κρούσμα επιδημίας στα στρατεύματα και τα μετόπισθεν.

Στη διάρκεια της Μάχης του Στάλινγκραντ το 1942, στα φασιστικά γερμανικά στρατεύματα που πολιορκούσαν την πόλη εμφανίστηκαν κρούσματα χολέρας.

Ο κίνδυνος μετάδοσης στους μαχητές του Κόκκινου Στρατού ήταν τεράστιος.

Στην πόλη στάλθηκε η υπεύθυνη του Πανενωσιακού Ινστιτούτου Επιδημιολογίας Ζ. Β. Γερμόλεβα και μεγάλη ποσότητα απολυμαντικών υλικών.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα και κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες παρασκευάστηκαν μεγάλες ποσότητες εμβολίου για τους κατοίκους, τους τραυματίες των νοσοκομείων και για όλους τους στρατιώτες που κατευθύνονταν στα μέτωπα του Αστραχάν και του Σαράτοβ.

Για την προσφορά της αυτή η Ζ. Β. Γερμόλεβα τιμήθηκε με το βραβείο «Στάλιν», το χρηματικό έπαθλο του οποίου πρόσφερε στο ταμείο του αγώνα κατά του φασισμού.

Στην ίδια επιστήμονα οφείλεται και η παρασκευή το 1942 του σοβιετικού σκευάσματος της πενικιλίνης που έσωσε χιλιάδες ζωές στη διάρκεια του πολέμου, ενώ το 1960 παρασκευάστηκε ιντερφερόνη, που εφαρμόστηκε στη θεραπεία της πνευμονίας από τη γρίπη του 1962.

Τον Δεκέμβρη του 1959, στη Μόσχα εμφανίστηκε κρούσμα ευλογιάς, ασθένεια η οποία είχε εξαφανιστεί στην ΕΣΣΔ από το 1937.

Την αρώστεια μετέφερε ο ζωγράφος Αλεξέι Κοκορέκιν μετά από ένα ταξίδι του στην Ινδία και 24 ώρες μετά την επιστροφή του.

Για την αποφυγή της διασποράς μιας θανατηφόρας αρρώστιας με ποσοστό θνησιμότητας 30% – 100% η αντίδραση ήταν αστραπιαία.

Για την αποφυγή πανικού, η πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ τέθηκε σε σιωπηρή καραντίνα.

Το νοσοκομείο απομονώθηκε, ανιχνεύτηκαν όλες οι πιθανές επαφές και 10.000 άνθρωποι μπήκαν σε νοσοκομειακή καραντίνα.

Για την εξασφάλιση ιματισμού και άλλου ιατρικού εξοπλισμού χρησιμοποιήθηκαν αποθέματα του στρατού.

Για την αποτροπή της επιδημίας η φαρμακευτική σοβιετική βιομηχανία στα Ουράλια προχώρησε σε μαζική παραγωγή εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων.

Συγκροτήθηκαν 20.000 ομάδες εμβολιασμού και 6,7 εκατομμύρια Μοσχοβίτες εμβολιάστηκαν.

Νόσησαν 64 άνθρωποι και από αυτούς πέθαναν 4 ανάμεσά τους και ο διάσημος Σοβιετικός ζωγράφος.

***

Συνοψίζοντας και παίρνοντας υπόψη την εμπειρία από την αντιμετώπιση των επιδημιών στην ΕΣΣΔ, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αντιμετώπιση των επιδημιών, ειδικά στις σημερινές συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, προϋποθέτει:

  • Ένα σύγχρονο σύστημα δημόσιας Υγείας που να καλύπτει τις ανάγκες της λαϊκής υγείας, θα είναι κεντρικά σχεδιασμένο με κύριο μοχλό την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κυρίως στην Πρωτοβάθμια Υγεία.
  • Διαρκή επιδημιολογική εγρήγορση και εποπτεία.
  • Την παροχή εξειδικευμένης επιστημονικής γνώσης στην αντιμετώπιση των επιδημιών.
  • Την κατάρτιση επιστημονικών προγραμμάτων εκπαίδευσης για τη στελέχωση των αντιεπιδημικών δομών.
  • Την εκπόνηση σχεδίων αντιεπιδημικής ετοιμότητας σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας Υγείας, συμπεριλαμβανομένων της Τοπικής Διοίκησης και άλλων οργανισμών.
  • Την αυστηρή επιτήρηση των εισόδων της χώρας.
  • Τη συνεργασία όλων των υπηρεσιών του συστήματος δημόσιας Υγείας, των κτηνιατρικών υπηρεσιών, τελωνείων, αεροδρομίων κ.τ.λ. για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανών εστιών λοιμώξεων.
  • Τη δημιουργία αποθεμάτων ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού για την αντιμετώπιση μιας εκτεταμένης επιδημίας και υλικών ατομικής προστασίας του λαού.
  • Τον πλήρη και καθολικό εμβολιασμό.
  • Τη δημιουργία αντιεπιδημικών εξειδικευμένων ομάδων (ομάδων κρούσης) κατάλληλα εξοπλισμένων για τον εντοπισμό των εστιών, την απομόνωση των περιστατικών και την υποστήριξη του πληθυσμού σε συνθήκες πανδημίας.
  • Την έγκαιρη απομάκρυνση του υγειονομικού προσωπικού σε συνθήκες κόπωσης και για αποφυγή διασποράς.
  • Χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων (πληροφορικών συστημάτων, αλγορίθμων κ.λπ.) για την ανάλυση των επιδημιολογικών δεδομένων.
  • Την οργάνωση και επέκταση της λειτουργίας των εργαστηριακών ελέγχων διάγνωσης και ιχνηλάτησης.
  • Την έγκυρη και σωστή ενημέρωση του λαού στους τόπους δουλειάς, εκπαίδευσης, κατοικίας.

Δήμητρα ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ

Γυναικολόγος, μέλος του ΔΣ
του Συλλόγου «Εμείς που Σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό»

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στην εφ. “Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου” 28-29 Μαρτίου 2020