Άρθρο του Γιώργου Λεοντιάδη, Ιστορικού, μέλους του Γενικού Συμβουλίου
Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης έναντι του «ελληνικού ζητήματος» αποτελεί μονίμως επίκαιρο θέμα στην ιστορική συζήτηση για τη δεκαετία του ’40 στη χώρα μας. Οι ιστορικές εκτιμήσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από την πλειοψηφία των «ιστορικών σχολών», παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, συγκλίνουν γενικά στο εξής ιστορικό σχήμα: Η Σοβιετική Ένωση θέλοντας να εξασφαλίσει την κρατική της ασφάλεια και την κυριαρχία της στην Ανατολική Ευρώπη προχώρησε σε συμφωνίες με τα καπιταλιστικά κράτη, με τα οποία είχε συμμαχήσει εναντίον του Άξονα, για το μεταπολεμικό μοίρασμα του κόσμου. Κατά το μοίρασμα αυτό παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα στους Βρετανούς, αδιαφορώντας για τη μοίρα του ελληνικού κινήματος αντίστασης και για το αδελφό κομμουνιστικό κόμμα. Στην πορεία ακολούθησε μια διφορούμενη στάση, επιδιώκοντας, μέσω της δυτικής εμπλοκής στην Ελλάδα, να αποκομίσει για την ίδια «αντισταθμιστικά οφέλη» σε χώρες που την ενδιέφεραν άμεσα. Μετά την άνοιξη του 1946, σε συνθήκες διογκούμενης αντιπαράθεσης με τους πρώην συμμάχους του αντιχιτλερικού συνασπισμού, ώθησε (ή κατ’ άλλους δεν απέτρεψε) το ΚΚΕ να προχωρήσει στην ένοπλη αναμέτρηση, προσφέροντάς του ποικιλόμορφη βοήθεια, μέσω των χωρών της Λαϊκής Δημοκρατίας. Τέλος, το 1949, όταν πια η έκβαση της μάχης είχε κριθεί, συμβούλεψε το σταμάτημα του αγώνα. Το παραπάνω σχήμα ακολουθείται τόσο από εκείνους που βλέπουν πίσω από τον ελληνικό εμφύλιο «ξένο δάκτυλο», κατά προτεραιότητα της Μόσχας, όσο και από σοβαρούς επιστήμονες που, χωρίς να παραγνωρίζουν τη διεθνή διάσταση, προσεγγίζουν τον ελληνικό εμφύλιο ως αποτέλεσμα της όξυνσης των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας.
Διάβασε όλο το άρθρο εδώ