Δημοσιεύουμε κείμενο του Γιώργου Βαβίτσα, μέλους της μεταφραστικής ομάδας του Συλλόγου μας για τον Ούγγρο ποιητή Σάντορ Πέτοφι.
Τα περισσότερα έθνη συνήθως έχουν έναν ποιητή που στη συνείδηση του κόσμου έχει κατασταλάξει ως η ενσάρκωση του πνεύματος, της φυσιογνωμίας αυτού του έθνους στο βαθμό που το έθνος αυτό θεωρείται από τη σκοπιά της συνεισφοράς του στον παγκόσμιο πολιτισμό. Διότι πέρα από τις μελανές σελίδες της ιστορίας τους τα έθνη αυτά τελικά καταγράφονται στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας για τις διαχρονικές αξίες που γέννησαν. Για τους Άγγλους αυτός ο ποιητής είναι ο Σαίξπηρ, για τους Ιταλούς ο Δάντης, για τους Ρώσους ο Πούσκιν. Για τους Ούγγρους αυτός ο ρόλος ανήκει στον Πέτοφι (Petofi Sandor). Όπως λέει ο Μπαλζάκ «Ένας άνθρωπος που εξουσιάζει τη σκέψη είναι κυρίαρχος. Οι βασιλιάδες διατάζουν για ένα ορισμένο διάστημα. Ο καλλιτέχνης διατάζει για αιώνες ολόκληρους. Αλλάζει την όψη των πραγμάτων, μορφοποιεί μια επερχόμενη επανάσταση. Βαραίνει πάνω στην υφήλιο, τη μεταμορφώνει.»[1] Δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο σ’ αυτό. Η ζωή τελικά είναι πιο δυνατή από το θάνατο, όπως το ωραίο ανώτερο από το αισχρό, η αγνότητα από την προστυχιά, η ελευθερία από τη σκλαβιά.
Ο Πέτοφι ωστόσο αποτελεί μια μοναδική περίπτωση όχι μόνο επειδή η ζωή και η ποίηση βρίσκονται σ’ αυτόν σε μια αχώριστη ενότητα, αλλά και γιατί αυτές συνέπεσαν, ταυτίστηκαν με μια από τις πιο λαμπρές σελίδες του ουγγρικού λαού, την αστικό απελευθερωτική επανάσταση του 1848-49. Και κανένας δεν έβλεπε τόσο καθαρά στην Ουγγαρία όσο ο ίδιος ότι ο ουγγρικός αγώνας είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μεγάλων απελευθερωτικών κινημάτων της Ευρώπης της εποχής εκείνης. Δίκαια λοιπόν θεωρείται ο ποιητής της επανάστασης. Αν έπρεπε να χαρακτηρίσει κανείς επιγραμματικά το έργο του ίσως η γνωστή φράση του «Μιλάει ένας άνθρωπος, αλλά στο όνομα εκατομμυρίων.» θα ήταν η πιο κατάλληλη.
Γεννήθηκε την 1η Γενάρη 1823 σε μια ταπεινή οικογένεια σλοβάκικης καταγωγής. Η μάνα του για πολλά χρόνια δούλευε σαν υπηρέτρια ενώ ο πατέρας του, Ίστβαν Πέτροβιτς (Πέτροβιτς ήταν το αυθεντικό οικογενειακό όνομα) που συνειδητά αυτοπροσδιοριζόταν σαν Ούγγρος διατηρούσε ένα χασάπικο κι αργότερα μια ταβέρνα. Κάποια σχετική οικονομική αυτοτέλεια επέτρεψε στον αυστηρό αλλά έντιμο πατέρα να φροντίσει ο γιος του να τύχει μιας καλής για τα μέτρα της εποχής στοιχειώδους εκπαίδευσης σε διάφορα ιδρύματα. Αν ωστόσο εξαιρέσουμε τα λατινικά και τα γερμανικά ο Πέτοφι απέκτησε σχεδόν κάθε γνώση χάρη στην επίμονη και επιμελή αυτοδιδασκαλία του. Άλλωστε τη μόρφωση που θα χρησίμευε σαν βάση για την ποίησή του ήταν αδύνατο να του την προσφέρει το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Ένα φαινομενικά τυχαίο περιστατικό το 1838 στο λύκειο θα έμελλε να γίνει η απαρχή μιας ατελείωτης περιπλάνησης και σκληρών δοκιμασιών για τον δεκαεξάχρονο Πέτοφι. Στο σχολείο του μαινόταν ένα είδος εθνοτικού πολέμου. Ο Σλοβάκος καθηγητής που θεωρούσε τον εαυτό του γνήσιο πατριώτη, ενώ στην ουσία ο υπερβάλλον εθνικιστικός ζήλος ήταν απλά το κάλυμμα για τη δουλική στάση του απέναντι στου Αψβούργους που καταπίεζαν εξίσου τους Σλοβάκους όπως και τους Ούγγρους, για να εκδικηθεί το νεαρό «Σλοβάκο» που δήλωνε τον εαυτό του Ούγγρο και διακρινόταν ιδιαίτερα στην ουγγρική ιστορία, τον άφησε στην ίδια τάξη, ακριβώς στο αγαπημένο του μάθημα. Ο πατέρας του που στο μεταξύ καταστράφηκε οικονομικά, θεωρώντας το γιο του ανάξιο της εμπιστοσύνης του τον αποκήρυξε. Ο νεαρός Πέτοφι νιώθοντας μέσα του αρκετή αξιοπρέπεια και αποστροφή προς κάθε έκφανση δουλοπρέπειας προτίμησε να εγκαταλείψει το σχολείο παρά να επανορθώσει τη διαγωγή του απέναντι στον καθηγητή διορθώνοντας και την αξιολόγησή του που θα του διασφάλιζε και τη συμφιλίωση με τον πατέρα του.
Ακολούθησαν 6 χρόνια περιπλάνησης και στερήσεων. Αργότερα, στο απόγειο πλέον της δόξας του θα αναφερθεί με τα παρακάτω λόγια σ’ αυτή την περίοδο: «Για 6 χρόνια ήμουν ένας περιπλανώμενος αλήτης εγκαταλειμμένος από το θεό και τους ανθρώπους. Για 6 χρόνια είχα 2 σκοτεινές σκιές πάνω μου: τη φτώχεια και μια πληγωμένη ψυχή… Και πότε; Στην αρχή της νιότης μου, στην ωραιότερη φάση της ζωής, που είναι πλασμένη μόνο για τις χαρές, από τα 16 έως τα 22 μου.»
Όμως αυτά τα 6 χρόνια στερήσεων και ταπεινώσεων όχι μόνο δεν τον λύγησαν αλλά ατσάλωσαν το χαρακτήρα του προσφέροντας του κι ένα πολύτιμο υλικό βιωμάτων που θα το ενσωμάτωνε αργότερα στα ποιήματά του προσδίδοντας σ’ αυτά έναν ανεπανάληπτο λυρισμό.
Δούλεψε αρχικά ως κομπάρσος για να βρίσκεται όσο πιο κοντά γινόταν στη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο και αργότερα εξελίχτηκε σε έναν ταλαντούχο ηθοποιό. Εδώ γνωρίστηκε και με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής. Στη συνέχεια για να λυτρωθεί από μια άτυχη ερωτική περιπέτεια κατατάχτηκε στον αυτοκρατορικό στρατό των Αψβούργων ως μισθοφόρος. Σύντομα όμως, στα 18 του αρρώστησε και απαλλάχτηκε από τη θητεία του. Ξαναγράφτηκε σε ένα κολλέγιο στην Πάπα όπου θα γνωριζότανε με άλλα νεαρά ταλέντα των γραμμάτων συνάπτοντας μ’ αυτά φιλίες που θα κρατούσαν για μια ζωή. Αυτή την εποχή άρχισε πια να γράφει συστηματικά ποίηση και σε μια στιγμή απόγνωσης κάτω από το βάρος της επιβίωσης στράφηκε στον μεγαλύτερο ως τότε λυρικό της Ουγγαρίας Βόροσμαρτι Μίχαλι (Vorosmarty Mihaly). Αυτός προς τιμή του αναγνωρίζοντας το ασυνήθιστο ταλέντο του, τον στήριξε βοηθώντας τον να βρει εκδότη για τα ποιήματά του. «Ο νεαρός ποιητής που προσπαθούσε να αναδυθεί από την ανείπωτη φτώχεια άθελά του έγινε η φωνή των χιλιάδων εκείνων ανθρώπων που ήθελαν να απαλλαγούν από τα δεσμά των απαρχαιωμένων κοινωνικών δομών. Η επιτυχία του Πέτοφι που μιλούσε ωμά, πληθωρικά, με απίστευτη τόλμη και χωρίς υπεκφυγές αναδεικνύοντας το λαϊκό ύφος απέναντι στο (ραφιναρισμένο) γούστο των ευγενών ήταν κοινωνική αναγκαιότητα στις δοσμένες συνθήκες.»[2] Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί και την πολιτική του αφύπνιση, τη συνειδητοποίηση της ανάγκης να ενταχτεί στην πάλη για το γκρέμισμα των φεουδαρχικών δομών στην πατρίδα του. Για τη σημασία που είχε γι’ αυτό η μελέτη της γαλλικής επανάστασης μαρτυρεί και το ημερολόγιό του:
«Εδώ και χρόνια το αποκλειστικό σχεδόν ανάγνωσμά μου, η προσευχή μου το πρωί και το βράδυ, η καθημερινή τροφή μου είναι η ιστορία της γαλλικής επανάστασης, το νέο αυτό ευαγγέλιο του κόσμου, όπου ο δεύτερος λυτρωτής της ανθρωπότητας, η ελευθερία κηρύττει το λόγο του. Κάθε της λέξη, κάθε της γράμμα χαράχτηκε στην καρδιά μου κι εκεί τα νεκρά γράμματα ζωντάνεψαν και αφού ξαναγεννήθηκαν ένιωσαν πολύ στριμωγμένα και μαίνονταν και ωρύονταν μέσα μου!
… Έτσι ανέμενα το μέλλον, περίμενα τη στιγμή που οι ιδέες και τα συναισθήματά μου για την ελευθερία, αυτές οι καταραμένες ψυχές της καρδιάς μου θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν τη φυλακή, τον τόπο μαρτυρίας τους… περίμενα αυτή τη στιγμή. Δεν έλπιζα μόνο, αλλά πίστευα κιόλας ακλόνητα πως θα έρθει.»
Την ίδια περίοδο θα ερωτευτεί σφοδρά και τη Ιουλία Σέντρει, κόρη του διαχειριστή της περιουσίας ενός Ούγγρου αριστοκράτη της Τρανσυλβανίας, ονόματι Λάγιος Κάρολι, τον οποίο ο Πέτοφι επανειλημμένα τον στιγμάτισε αποκαλώντας τον προδότη του έθνους σε γραπτά του. Παρά την επίμονη άρνηση του πατέρα της η Ιουλία τελικά θα παντρευτεί τον Πέτοφι και θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ζωής του στις πιο δύσκολες στιγμές.
Ο Πέτοφι, προφανώς εμπνευσμένος κι από τον έρωτά του θα ριχτεί με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο στη μελέτη και το γράψιμο. Το νιόπαντρο ζεύγος εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Πέστη, νοικιάζοντας ένα σεμνό διαμέρισμα με τρία δωμάτια από τα οποία στο ένα κατοικούσε ο ταλαντούχος φίλος συγγραφέας Ιόκαι Μορ. Να πώς περιγράφει ο Ιόκαι τα τρία δωμάτια:
«Το ένα ήταν το δικό μου, το μεσαίο ο κοινός χώρος όπου γευματίζαμε και το τρίτο ήταν η οικία των Πέτοφι. Γραφείο, υπνοδωμάτιο και αίθουσα υποδοχής ταυτόχρονα. Σεμνή επίπλωση. Το πιο πολύτιμο ήταν η βιβλιοθήκη: όλα τα βιβλία ήταν πολυτελείς εκδόσεις, τα ποιήματα των Μπερανζέ (Beranger), Βίκτωρ Ουγό (Victor Hugo), Χάινε (Heine). Η ιστορία των Γιρονδίνων του Λαμαρτίνου, ο Σαίξπηρ στα αγγλικά, Οσσίαν (Ossian), Βύρωνας (Byron), Σέλλει (Shelley). Γύρω γύρω στους τοίχους οι προσωπογραφίες των μεγάλων ηρώων της γαλλικής επανάστασης… Αυτή ήταν η μοναδική του πολυτέλεια…»
Και «ξαφνικά βρόντηξαν οι ουρανοί … ξέσπασε η επανάσταση στην Ιταλία»! Η πολυπόθητη στιγμή έφτασε το 1848. Η επανάσταση, έγραψε ο Πέτοφι «πέρασε την παιδική της ηλικία στην Ιταλία, μετανάστευσε προς το βορρά φθάνοντας ξαφνικά στο Παρίσι σαν άνδρας… η φλόγα της έπληξε τη Γερμανία, μεταδιδόταν συνεχώς, τελικά πυρπόλησε και τη Βιέννη! … κι εμείς ενθουσιαζόμασταν ασταμάτητα βέβαια, αλλά μέναμε αδρανείς. Από τα έδρανα της εθνοσυνέλευσης ηχούσαν υπέροχα λόγια, αλλά τα λόγια όσο ωραία κι αν είναι παραμένουν λόγια και όχι πράξεις.»
Η μέρα της πράξης δεν άργησε να έρθει χάρη στην πρωτοβουλία του Πέτοφι. Στις 15 Μάρτη 1848 μια μικρή ομάδα συντρόφων του, νεαροί ριζοσπάστες διανοούμενοι, με επικεφαλής τον Πέτοφι, μαζεύτηκε σε μια κεντρική καφετέρια, στο αγαπημένο σημείο συνάντησης των νεαρών διανοουμένων της πρωτεύουσας όπου ο Πέτοφι απήγγειλε το Εθνικό τραγούδι, ένα ποίημα προσκλητήριο για ξεσηκωμό ενώ ένας σύντροφός του διάβασε τα 12 σημεία – αιτήματα για τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της Ουγγαρίας. Σύντομα η σύναξη μετατράπηκε σε μια μαζικότατη συγκέντρωση στο Εθνικό Μουσείο με ένα πλήθος 20 000 εξεγερμένων να καταλαμβάνει την έδρα των τοπικών αρχών.
Μια από τις ιδιαιτερότητες της ουγγρικής επανάστασης ήταν ότι λόγω της καθυστερημένης εμφάνισης των αστικών σχέσεων παραγωγής που οφειλόταν και στην πολιτική των Αψβούργων που επέβαλαν στην Ουγγαρία το ρόλο να προμηθεύει με πρώτες ύλες τις βιομηχανικές ζώνες της αυτοκρατορίας στην Αυστρία και την Τσεχία, η αστική τάξη ήταν και οικονομικά και ηθικά αρκετά αδύναμη και η επέκταση των εμπορευματικών σχέσεων στην ύπαιθρο γινόταν κυρίως στα πλαίσια της μεγάλης γαιοκτησίας. Ως αποτέλεσμα οι φορείς των νέων αστικών σχέσεων εν μέρει προέρχονταν από τους ευγενείς και η διφορούμενη ταξική θέση τους τους ωθούσε στην αναζήτηση μεταρρυθμίσεων για τη λύση των μεγάλων αντιφάσεων της φεουδαρχικής κοινωνίας που αγκομαχούσε. Από την άλλη η ζωή των εκατομμυρίων δουλοπάροικων ο μόχθος των οποίων σύρρεε στα κέντρα της αυτοκρατορίας για να μετατραπεί στη χλιδή της αριστοκρατίας και να θρέφει τους λακέδες της γινόταν όλο και πιο δυσβάσταχτη και η κατάργηση της δουλοπαροικίας εμφανιζόταν όλο και περισσότερο ως το κύριο κοινωνικό ζήτημα της χώρας.
Αυτά ήταν τα δύο μεγάλα στρατόπεδα που οι αντιθέσεις και η διαπάλη τους διαπερνάει όλη την επανάσταση. Ο Πέτοφι φυσικά ήταν ο ηγέτης των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών που εξ’ αντικειμένου μόνο μέσω μιας ριζικής αστικοδημοκρατικής μεταμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων σε ανοιχτή σύγκρουση με την απολυταρχία θα μπορούσαν να ανασάνουν. Μόνο από αυτή τη σκοπιά μπορεί να κατανοηθεί το έργο του Πέτοφι. «Όταν ο λαός θα κυριαρχήσει στην ποίηση, θα είναι ένα βήμα από το να κυριαρχεί και στην πολιτική κι αυτό είναι το καθήκον της εποχής, γι’ αυτό πρέπει να αγωνιστεί κάθε ευγενικό πνεύμα που δεν αντέχει πια να βλέπει πώς δεινοπαθούν εκατομμύρια άνθρωποι για να φυτοζωούν στη χλιδή μερικές χιλιάδες. Στον ουρανό ο λαός, στην κόλαση η αριστοκρατία!» θα γράψει σε ένα γράμμα του. Ο Πέτοφι όμως είδε πολύ πιο πέρα από τον στενό ορίζοντα της αστικής δημοκρατίας αναδεικνύοντας όλες σχεδόν τις θεωρητικές και ηθικές αντιφάσεις της αστικής επανάστασης. Έχει ενδιαφέρον ένα απόσπασμα από ένα φημισμένο άρθρο ενός επιφανούς μαρξιστή μελετητή του Πέτοφι, του Γιόζεφ Ρέβαϊ:
«Ο διαχωρισμός φιλελευθερισμού και δημοκρατίας το 1848 μόνο στην Ουγγαρία συντελέστηκε στη μορφή του επαναστατικού λαϊκού δημοκρατικού κινήματος. Στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία απέναντι στη φιλελεύθερη συνθηκολόγηση δε στεκόταν πια η επαναστατική αστική δημοκρατία, αλλά η εργατική τάξη. Γι’ αυτό δεν έδωσε το 1848 κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος στον παγκόσμιο πολιτισμό έναν επαναστάτη ποιητή του αναστήματος του Πέτοφι. Στα πλαίσια των πιο αναπτυγμένων και σύνθετων ταξικών αγώνων στα κράτη της δυτικής Ευρώπης η αντίθεση στον αστικό φιλελευθερισμό δεν γέννησε λαϊκούς δημοκράτες επαναστάτες, αλλά ρομαντικούς εξεγερμένους, δημιούργησε όχι την αισιοδοξία των δημοκρατών ποιητών που αγωνιζόντουσαν με το λαό, αλλά την απαισιοδοξία απομονωμένων από το λαό ποιητών που κάνανε την εξέγερσή τους στον εσωτερικό τους κόσμο. Στον Πέτοφι ακόμα και το βίωμα της απογοήτευσης δείχνει προς τα μπρος, στους δυτικοευρωπαίους συντρόφους του ακόμα και ο επαναστατικός αναβρασμός προς τα πίσω. Γι’ αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί ο Πέτοφι ούτε με τον Σέλλει, ούτε τον Βύρωνα, αλλά ούτε και με τον Χάινε, γι’ αυτό είναι τόσο αδιέξοδες οι έρευνες της σχολής της ιστορίας της ουγγρικής λογοτεχνίας που ψάχνουν τις δυτικοευρωπαϊκές «επιδράσεις» στην ποίηση του Πέτοφι… Ο Πέτοφι είναι ποιητής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1848, αλλά με το λαϊκό δημοκρατισμό του, την πάλη του εναντίον της φιλελεύθερης συνθηκολόγησης δείχνει πολύ πιο πέρα, προς την πλήρη ανθρώπινη χειραφέτηση. Γι’ αυτό δεν είναι ένας κλασικός που έχει πει όσα είχε να πει και για το παρόν δεν έχει τίποτα να δώσει πια. Μπορεί να δώσει και δίνει, απλά χρειάζεται η ικανότητα της ορθής ανάγνωσής του και να συναισθάνεται κανείς τα καθήκοντα του σήμερα…»
Ο Πέτοφι που πολέμησε κι ο ίδιος στην πρώτη γραμμή πέθανε σε μια από τις τελευταίες μάχες στις 31 Ιούλη 1849 στο Σέγεσβαρ μόλις 26 χρονών αφήνοντας πίσω του ένα πλουσιότατο έργο με περίπου 1000 ποιήματα. Αν και ο Πέτοφι είναι ο κατεξοχήν ποιητής του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, το από πολλούς θεωρούμενο σπουδαιότερο έργο του με τίτλο «Απόστολος», είναι ένα λυρικό διήγημα που διαφέρει έντονα τόσο στην έκταση όσο και στη μορφή γραφής από το υπόλοιπο ποιητικό έργο του. Εδώ κάπως απροσδόκητα ο Πέτοφι εγκαταλείπει την ομοιοκαταληξία και το μέτρο υιοθετώντας μια ουσιαστικά ελεύθερη γραφή (κάτι ανάλογο συναντάμε βέβαια και στο ποίημα «Ο τρελός»). Όμως η δύναμη των εικόνων, η αμεσότητα και ειλικρίνεια των συναισθημάτων μαζί με το βάθος των ιδεών που βρίσκονται στη βάση του έργου του προσδίνουν έναν μοναδικό λυρισμό και ένα έντονα ποιητικό ύφος.
Όπως λέει ο Σάντορ Φέκετε στην όμορφη βιογραφία του για τον Πέτοφι «ο Σιλβέστρος, ο ήρωας του λυρικού ποιητικού διηγήματος από πολλές απόψεις θυμίζει τη ζωή και τον χαρακτήρα του ποιητή χωρίς να ταυτίζεται με τον Πέτοφι: ενσαρκώνει έναν νέο τύπο επαναστάτη, για πρώτη φορά στην παγκόσμια λογοτεχνία! Στα έργα των Σίλερ, Μπαλζάκ, Σταντάλ, Πούσκιν, Χάινε, Βύρωνα και άλλων εξαίρετων συγγραφέων συναντάμε εξεγερμένους, μαχητές της ελευθερίας, ο Σιλβέστρος όμως διαφέρει ουσιωδώς από αυτούς – αυτός είναι ο επαγγελματίας, εκ πεποίθησης επαναστάτης του οποίου η ζωή ολόκληρη αφιερώνεται στην πάλη εναντίον του μισητού κοινωνικού καθεστώτος, δεν γίνεται μαχητής της ελευθερίας υπό την επίδραση διαφόρων εξωτερικών περιστάσεων, αλλά θυσιάζει τον εαυτό του για έναν νέο ανθρώπινο κόσμο ως αποτέλεσμα του χαρακτήρα του και μιας πεποίθησης που κατακτάει μέσα από επίπονη μελέτη.
Η σοφία του Σιλβέστρου που λίγο πολύ συγγενεύει με αυτή κάθε εκ πεποίθησης επαναστάτη εκφράζεται με μια υπέροχη ποιητική εικόνα:
«Το σταφύλι είναι ένα μικρό φρούτο
Κι όμως χρειάζεται ένα ολόκληρο καλοκαίρι για να ωριμάσει.
Η γη είναι κι αυτή ένα φρούτο, ένα μεγάλο φρούτο,
Κι αν το σταφύλι χρειάζεται ένα, πόσα καλοκαίρια χρειάζονται γι’ αυτό το μεγάλο φρούτο για να ωριμάσει;
Ίσως περάσουν χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, αλλά σίγουρα θα ωριμάσει κάποτε και τότε οι άνθρωποι θα το γεύονται για πάντα.
Το σταφύλι ωριμάζει από τις αχτίδες του ήλιου.
Πόσες αχτίδες έπνευσαν πάνω του τη ζεστασιά τους μέχρι να γλυκάνει,
Πόσες χιλιάδες και χιλιάδες αχτίδες;
Και η γη από αχτίδες ζυμώνεται, αλλά αυτές δεν είναι του ήλιου, αλλά
Οι ψυχές των ανθρώπων.
Κάθε μεγάλη ψυχή είναι μια τέτοια αχτίδα, αλλά μόνο αν είναι μεγάλη,
Και τέτοιες γεννιούνται σπάνια.
Πώς να ωριμάσει λοιπόν τόσο γρήγορα η γη;
Νιώθω κι εγώ να είμαι μια αχτίδα,
Που θα βοηθήσει τη γη να ωριμάσει.
Μόνο μια μέρα ζει η αχτίδα,
Ξέρω, όταν θα έρθει η μέρα της συγκομιδής
Εγώ δε θα υπάρχω πια από καιρό
Και τα ίχνη των ταπεινών πράξεων μου
Θα χαθούν μέσα στο γιγάντιο έργο.
Όμως δίνει κουράγιο στη ζωή μου
Και αγαλλίαση στο θάνατό μου
Ότι κι εγώ είμαι μια αχτίδα!»
Θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας με τέσσερα από τα πιο γνωστά ποιήματά του. Τα δύο πρώτα γράφτηκαν μέσα στην επαναστατική θύελλα που σάρωσε την Ευρώπη το 1848. Το τρίτο είναι ένας σατιρικός μονόλογος από μια προηγούμενη περίοδο της ζωής του με ελεύθερο στίχο. Το τελευταίο είναι σαν το κύκνειο άσμα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, γράφτηκε τη στιγμή που είχαν πια ηττηθεί όλες εκτός από την ουγγρική που πάλευε μόνη της με τη συσπειρωμένη διεθνή αντίδραση.
ΞΥΠΝΗΣΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ …
Ξύπνησε η θάλασσα
Των λαών η βροντή
Σπαράσσοντας γη και ουρανό
Ρίχνει κύματα με ήχο εκκωφαντικό
Η δύναμη η τρομερή
Βλέπετε αυτό το χορό;
Ακούτε τη μουσική;
Όσοι δεν το ξέρετε
Τώρα θα το μάθετε
Πώς είναι, όταν ο λαός ξεσηκωθεί.
Μαίνεται η θάλασσα
Τα καράβια χοροπηδούν
Βυθίζονται στην κόλαση
Πανιά και κατάρτι χωρίς λύτρωση
Διαλυμένα βογκούν
Πλημμύρα λυτρωτική
Εκτονώσου επί τέλους
Δείξε την κοίτη σου την τρομερή
Στείλε στους ουρανούς τη βροντή
Των οργισμένων κυμάτων του δέους.
Και χάραξε μαζί της στον ουρανό
Σαν δίδαγμα παντοτινό:
Αν και η βάρκα είναι από πάνω
Και το νερό από κάτω
Το νερό είναι το αφεντικό!
1848
ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κοίτα μας στα μάτια ελευθερία
Σε ποθούσαμε τόσο μες’ την αδικία
Σαν πλανόβιο φάντασμα της νύχτας
Σε αναζητούσε ανά τη γη η ψυχή μας
Σε ψάχναμε σε ουρανό και γη
Σαν θεότητα μοναδική
Εσύ είσαι αιώνια, οι άλλες μόνο ινδάλματα
Που σωριάζονται τα χαράματα
Κι όμως ήσουν αιώνες εξορία
Κρυβόσουν όπως οι φονιάδες μες’ τη νύχτα
Το ιερό σου όνομα ήταν σταυρωμένο
Ο ερχομός σου στους δήμιους σου προδομένο
Άφησες την κρυψώνα σου επιτέλους
Κοίτα τους νεκροθάφτες σου στον τάφο σου πεσμένους
Επέστρεψες στο λαό σου θριαμβευτικά
Για να κάτσεις στο θρόνο του βασιλιά
Είσαι η νόμιμη βασίλισσά μας
Στεκόμαστε στο θρόνο σου προσκυνώντας
Γύρω σου εκατομμύρια πυρσοί
Η φλόγα σου στις καρδιές ακτινοβολεί
Κοίταξε μας αδάμαστη ελευθερία!
Ρίξε μας ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα!
Ώστε η δύναμή μας που φθίνει μες’ τη μέθη
Να γιγαντωθεί από της ματιάς σου τη θέρμη
Αλλά, ελευθερία γιατί είσαι τόσο χλομή;
Η ανάμνηση των βασάνων σου σε ταλαιπωρεί;
Ή δεν κάναμε όσα έπρεπε ακόμα;
Φοβάσαι το μέλλον, μη σύρει το στέμμα σου στο χώμα;
Μη φοβάσαι, θα σταθούμε πλάι σου, αρκεί μια λέξη
Σήκωσε τη σημαία σου ψιλά να φέξει
Χιλιάδες και χιλιάδες θα σ’ ακολουθήσουν
Έτοιμοι να πεθάνουν ή να νικήσουν
Κι αν πεθάνουμε όλοι μέχρι τον τελευταίο
Τη νύχτα θα βγούμε από τον τάφο μας το σημαδεμένο
Και τα φαντάσματά μας θα πολιορκούν
Τους εχθρούς μας όπου κι αν σταθούν.
1848
O ΤΡΕΛΟΣ
—— Τι με ενοχλείτε;
Ξεκουμπιστείτε από εδώ!
Καταπιάστηκα με ένα γιγάντιο έργο. Βιάζομαι.
Πλέκω μαστίγιο, φλεγόμενο μαστίγιο από τις ακτίνες του ηλίου.
Θα μαστιγώσω τον κόσμο!
Θα βογκάνε κι εγώ θα γελάω,
Όπως γελούσαν όταν εγώ βογκούσα.
ΧΑΧΑΧΑ!
Έτσι είναι η ζωή! Βογκάμε και γελάμε.
Αλλά ο θάνατος λέει: σουτ!
Μια φορά πέθανα κι εγώ.
Έβαλαν δηλητήριο στο νερό μου,
Αυτοί που ήπιαν το κρασί μου.
Και τι έκαναν οι δολοφόνοι μου,
Για να καλύψουν το έγκλημά τους;
Όταν κειτόμουνα ανάσκελα στο φέρετρο:
Έσκυψαν πάνω μου χύνοντας δάκρυα.
Θα ήθελα να αναπηδήσω
Και να δαγκώσω τις μύτες τους.
Αλλά ας μην τις δαγκώσω! Σκέφτηκα,
Ας έχουν μύτες να μυρίζουν
Όταν θα σαπίζω και να πνιχτούν από τη μπόχα.
ΧΑΧΑΧΑ!
Και που με έθαψαν; Στην Αφρική.
Ήμουνα τυχερός,
Γιατί μια ύαινα με ξέθαψε από τον τάφο μου.
Αυτό το ζώο ήταν ο μοναδικός ευεργέτης μου.
Τον απάτησα όμως κι αυτόν.
Αυτός ήθελε να φάει το μπούτι μου.
Εγώ του έδωσα την καρδιά μου,
Κι ήταν τόσο πικρή που ψόφησε.
ΧΑΧΑΧΑ!
Όπως και να’ χει, αυτά παθαίνει
Όποιος πάει να κάνει καλό στους ανθρώπους. Τι είναι ο άνθρωπος;
Λένε: ρίζα ανθού,
Που ανθίζει ψηλά στους ουρανούς.
Αλλά αυτό είναι ψέμα.
Ο άνθρωπος είναι ανθός που έχει τις ρίζες του
Κάτω στην κόλαση.
Ένας σοφός μου το δίδαξε αυτό,
Που ήταν μεγάλος τρελός γιατί πέθανε από την πείνα.
Γιατί δεν έκλεβε; Γιατί δεν λήστευε;
ΧΑΧΑΧΑ!
Αλλά τι γελάω σαν ένας τρελός;
Αφού θα έπρεπε να κλαίω,
Να θρηνώ με την κακία του κόσμου.
Κι ο θεός ο ίδιος με τα συννεφιασμένα μάτια του,
Συχνά θρηνεί που τον έπλασε.
Αλλά σε τι ωφελούν τα δάκρυα του ουρανού;
Πέφτουν στη γη, στην αισχρή γη,
Όπου οι άνθρωποι τα ποδοπατάνε,
Και τι θα γίνουν,
Τα δάκρυα του ουρανού; … λάσπη.
ΧΑΧΑΧΑ!
Αχ ουρανέ, ουρανέ, μοιάζεις με απολυμένο γέρο στρατιώτη,
Το παράσημο στο στήθος σου είναι ο ήλιος,
Και τα ρούχα σου, τα κουρελιασμένα τα σύννεφα.
Χμ, έτσι απολύουν τον γέρο στρατιώτη,
Η αμοιβή για τη μακρόχρονη υπηρεσία
Είναι ένα παράσημο και τα κουρελιασμένα ρούχα.
ΧΑΧΑΧΑ!
Και ξέρετε τι σημαίνει στην ανθρώπινη γλώσσα
Όταν το ορτύκι λέει: πίτιπαλατ;
Σημαίνει να αποφεύγεις τις γυναίκες!
Η γυναίκα έλκει τους άνδρες,
Όπως η θάλασσα τα ποτάμια.
Γιατί; Για να τα καταβροχθίσει.
Είναι ωραίο ζώο το θηλυκό ζώο,
Ωραίο κι επικίνδυνο.
Δηλητηριώδες ποτό μέσα σε χρυσό ποτήρι.
Αχ σε ήπια, έρωτα!
Μια σταγόνα από εσένα είναι πιο γλυκιά,
Από τη θάλασσα που έγινε μέλι.
Όμως μια σταγόνα από εσένα είναι πιο δολοφονική,
Από τη θάλασσα που έγινε δηλητήριο,
Έχετε δει τη θάλασσα,
Όταν τη σκάβει η θύελλα
Σπέρνοντας το σπόρο του θανάτου;
Έχετε δει τη θύελλα,
Τον σκουρόχρωμο αυτόν αγρότη,
Με το ραβδί που βγάζει αστραπές στο χέρι του;
ΧΑΧΑΧΑ!
Όταν ωριμάσει το φρούτο: πέφτει από το δέντρο.
Είσαι ώριμο φρούτο, γη, ήρθε η ώρα να πέσεις,
Θα περιμένω μέχρι αύριο.
Αν η μέρα της τελευταίας κρίσης δεν έρθει ούτε αύριο:
Θα σκάψω τη γη μέχρι το κέντρο της,
Θα πάρω μαζί μου μπαρούτι
Και θα την ανατινάξω … ΧΑΧΑΧΑ!
1846
Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΙΓΕΙ, ΣΙΓΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ …
Η Ευρώπη σιγεί, σιγεί και πάλι
Οι επαναστάσεις της περάσαν πια
Τι ντροπή, ησύχασε και
Την ελευθερία δεν την κέρδισε πουθενά
Άφησαν μόνο του τον Ούγγρο
Οι άτολμοι, δηλοί λαοί
Αλυσίδες βαραίνουν σε κάθε χέρι
Μόνο ο Ούγγρος κρατάει σπαθί
Πρέπει όμως να απογοητευτούμε
Να λυπούμαστε γι’ αυτό;
Αντίθετα, ας βρούμε σ’ αυτό κουράγιο
Τη δύναμή μας εδώ
Ας ανυψώσει την ψυχή μας
Ότι είμαστε εμείς η φλόγα
Που όσο οι άλλοι κοιμούνται
Φωτίζει στο σκότος ακόμα
Αν το φως μας δεν έφεγγε
Μες στην απέραντη νύχτα
Στους ουρανούς θα πίστευαν
Πως στη γη έσβησε κάθε ελπίδα
Κοίτα μας στα μάτια ελευθερία
Το λαό σου να γνωρίσεις ήρθ’ η στιγμή
Όταν άλλοι λυπούνται και τα δάκρυα
Το αίμα μας για σένα θα χυθεί
Χρειάζεται ακόμα κάτι;
Η ευλογία σου να μας βρει;
Στους άπιστους αυτούς καιρούς
Μόνοι σου μείναμε πιστοί!
1849
[1] Balzac: Des artistes
[2] Σάντορ Φέκετε: Η ζωή του ποιητή του απελευθερωτικού αγώνα.