(από το βιβλίο με τίτλο “Ο ρώσικος πολιτισμός τον 19ο αιώνα” των Niederhauser Emil και της Λιουντμίλα Σαργκίνα που κυκλοφόρησε το 1970 στη Βουδαπέστη από τις εκδόσεις Gondolat – μετάφραση του Γιώργου Βαβίτσα, συνεργάτη της μεταφραστικής ομάδας του Συλλόγου μας)
Την ψυχρή νύχτα του Γενάρη, ανάμεσα στους παραβρισκόμενους που παρελαύνανε μπροστά στο φέρετρο του Πούσκιν, βρέθηκε κι ένας εικοσιδιάχρονος αξιωματικός, ο Μιχαήλ Γιούργιεβιτς Λέρμοντοβ (1814-1841). Μερικές μέρες αργότερα θα εμφανιστούν στην Πετρούπολη αντίγραφα της πολιτικής ωδής με τίτλο Ο θάνατος του ποιητή. Το ποίημα έμοιαζε περισσότερο με κάλεσμα παρά με ελεγεία. Οι τελευταίοι δεκαέξι στοίχοι συνιστούν ανοιχτή εξέγερση εναντίον της τσαρικής κυβέρνησης. Του δολοφόνους του Πούσκιν τους στιγματίζει απερίφραστα:
Εσείς που μαζεύεστε φθονερά γύρω από το θρόνο,
Δήμιοι της ελευθερίας, του πνεύματος και της δόξας!
Ο Αλέξανδρος Α’ έλαβε ένα από τα αντίγραφα με τον χαρακτηρισμό: «Κάλεσμα για επανάσταση.»
Όπως είπε εύστοχα ο Χέρτσεν, η βολή που σκότωσε τον Πούσκιν, ξύπνησε τον Λέρμοντοβ. Στη Ρωσία εμφανίστηκε ένας νέος, μεγάλος ποιητής, ενώ η πολιτική αστυνομία άνοιξε νέα κατηγορία στους φακέλους της με τίτλο «Μη επιτρεπτά ποιήματα». Ο Λέρμοντοβ συνελήφθη και εξορίστηκε στον Καύκασο για να υπηρετήσει στα μαχόμενα στρατεύματα. Εδώ παρέμεινε μέχρι το 1839. Η μοίρα του Πούσκιν επαναλήφθηκε.
Ο θάνατος του ποιητή δεν ήταν το πρώτο ποίημα του Λέρμοντοβ. Ήταν ένα πραγματικό παιδί θαύμα, υπερώριμο για την ηλικία του. Στα 15 είχε ήδη περιγράψει το σχέδιο όλων των μετέπειτα έργων του.
Από τα νεανικά του λυρικά γραπτά προβάλλει πια το κεντρικό θέμα όλου του έργου του, η τραγική μοίρα του ανθρώπου στη Ρωσία της εποχής. Αυτά τα νεανικά ποιήματα είναι ρομαντικές εξομολογήσεις, ποιητικά ημερολόγια, ένας συνεχής μονόλογος του ήρωα. Οι ήρωες του Λέρμοντοβ δεν βρίσκουν ικανοποίηση στον κοινωνικό περίγυρό τους, ονειροπολούν πάνω στην ευτυχία και την ελευθερία. Η καρδιά τους φλέγεται από τη δύναμη του πνεύματος και της σκέψης, την ασίγαστη δίψα της ζωής, το ακατάβλητο μίσος για κάθε ψέμα και αδικία.
Μια σύνοψη του πρώιμου φιλοσοφικού λυρισμού του Λέρμοντοβ είναι το ποίημα που καταγράφτηκε ως ημερολογιακό σημείωμα με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1831. Το θέμα του ποιήματος είναι η διαδικασία της σκέψης, της ιδέας που γεννιέται μέσα στον αγώνα και συμπυκνώνεται σε αίσθημα. Πρόκειται για ένα από τα πιο πνευματικά ποιήματα της ρώσικης ποίησης. Ο ήρωας κατά το μονόλογό του υπερβαίνει την απόγνωση και τη μοναξιά του φτάνοντας ως την ιδέα της δράσης.
Ο λυρικός ήρωας του Λέρμοντοβ είναι αγέρωχος, εκκεντρικός και προκλητικός, περιφρονεί και με το δίκιο του, την κοινωνία όπου ζει και γι’ αυτό περιφρονεί γενικά τους ανθρώπους. Κηρύττει ανοιχτά τον αθεϊσμό του – ως εδώ δεν τόλμησε να φτάσει ούτε ο Πούσκιν. Η ζωή είναι χωρίς νόημα, το καλύτερο θα ήταν να απελευθερωθεί κανείς από αυτήν – παρόλο που ο ήρωας τίποτα δεν ποθεί περισσότερο από αυτή. Περιφρονεί την καλή κοινωνία της Πετρούπολης που βυθίζεται σε ρηχότητες και εφήμερες απολαύσεις, ωστόσο νιώθει θλιμμένος λόγω της εξορίας του στον Καύκασο. Δεν είναι μόνο ο έρωτας που έχει σύντομη διάρκεια, ούτε η φιλία είναι σταθερή – κι όμως ποθεί και τα δύο. Η οπτασία του δαίμονα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τους πάντες τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή (το ομώνυμο ποίημά του γνώρισε οκτώ παραλλαγές). Ο δαίμονας βρίσκεται συνέχεια δίπλα του, τον βασανίζει, του υπόσχεται και διεκδικεί την πληρότητα όμως καταφέρνει μόνο να τον σπρώξει σε μια ψυχρή και αφιλόξενη μοναξιά.
Με του κακού την εμμονή
Πλέει σε νέφη σκοτεινά
Μακάβριες θύελλες ποθεί
Ταραχή, το δρυ που βογκά
Ζει στη νεφελώδη νύχτα
Δίπλα στο χλωμό φεγγάρι
Για πικρά γέλια η δίψα
Τον καίει, το άδακρυ μάτι.
Στα τιποτένια κρύα λόγια
Του κόσμου έχει εθιστεί
Χλευάζει όποιον ακόμα
Πιστεύει σε θεούς στη γη.
Δίχως συμπόνια και στοργή
Ζει με του κόσμου τ’ αγαθά
Πρώτος στη μάχη θα ριχτεί
Το φρέσκο αίμα τον ξυπνά.
Στης γέννας την βαριά κλίνη
Του πατέρα σπάει την ψυχή
Με ψυχρή ειρωνεία σκύβει
Με αλαζονεία στυγνή.
Όταν κάποιος κατεβαίνει
Στον τάφο με βαριά καρδιά
Πρόθυμα τον συνοδεύει
Μα δεν δίνει παρηγοριά.
Κι ο κακός μου δαίμον μένει
Πλησίον μου ώσπου θα ζω
Στο νου μου διαρκώς φέγγει
Με το φως του το μαγικό.
Η ιδέα αναλάμπει
Και σβήνει για πάντα ξανά
Την ευδαιμονία πλάθει
Μα ευτυχία δεν βρίσκω πια.
Συχνά μόνο στην άρνηση, στην απόρριψη κάθε θετικής αξίας βρίσκει τη στάση ζωής που του αρμόζει. Άλλες φορές προσπαθεί να ξεπεράσει αυτόν τον αχαλίνωτο νιχιλισμό. Ο Βύρωνας είναι πρότυπό του, αλλά του είναι και ξένος. Όπως λέει είναι διαφορετικός από τον Βύρωνα, αν και περιπλανώμενος όπως κι εκείνος, μα μέσα του φλέγεται η ρώσικη ψυχή.
Το θέμα που επανέρχεται συνεχώς στον Λέρμοντοβ είναι η προικισμένη προσωπικότητα που ξεχωρίζει και συγκρούεται με τον περίγυρό της. Και στα θεατρικά του έργα προβάλλει αυτό, έτσι στη Γιορτή μασκαρεμένων (1835-1836) όπου ο Αρμπένιν βρίσκεται σε σύγκρουση με τον περίγυρό του όπως και ο Ανέγκιν του Πούσκιν, όμως είναι πολύ πιο δραστήρια προσωπικότητα και η πτώση του έρχεται λόγω της ζήλιας του προς την γυναίκα του.
Ο περιττός άνθρωπος που είναι καταδικασμένος να χαθεί προβάλλει σε γιγαντιαίες διαστάσεις στον Δαίμονα. Η πρώτη παραλλαγή γράφτηκε το 1829 και το θέμα του τον απασχόλησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο δαίμονας είναι ο καταραμένος άγγελος ο οποίος (στις πρώτες 5 παραλλαγές) οδηγεί στο χαμό την όμορφη Ταμάρα απλά από κακία. Στην πιο λεπτά δουλεμένη 6η παραλλαγή (1838) όμως τον κερδίζει η ομορφιά της Ταμάρας, την έλκει δίπλα του, αλλά έτσι την οδηγεί στο χαμό. Στις τελευταίες δύο παραλλαγές ο Λέρμοντοβ απαλύνει κάπως τη σύγκρουση: η ψυχή της Ταμάρας μεταφέρεται από έναν άγγελο στους ουρανούς και ο δαίμονας επίσης δείχνει πρόθυμος να συμφιλιωθεί με τον ουρανό. Στην εξέγερση του δαίμονα συνειδητοποίησαν και οι σύγχρονοί του, παρά το ρομαντική πέπλο, την άρνηση της υφιστάμενης, κληρονομημένης από το μεσαίωνα τάξης πραγμάτων. Το έργο δεν επιτράπηκε να κυκλοφορήσει, την πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στο εξωτερικό, στο Καρλσρούε. Στη Ρωσία μόνο το 1860 μπόρεσε να βγει στην τελευταία, πιο ακίνδυνη εκδοχή.
Ένα άλλο μόνιμο θέμα της σύγκρουσης με την κοινωνία είναι η δίψα της ελευθερίας. Η καυκάσιος ήρωας του Μσίρι (1839) γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά ζει αιχμαλωτισμένος και δίνει τη ζωή του για μια μόνη ελεύθερη μέρα ζωής.
Μόνο αφού ασχολήθηκε με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, καταπιάστηκε με την πρόζα. Οι πρώτες του προσπάθειες στο είδος έμειναν ανολοκλήρωτες: είναι εμφανές πως δεν τις είχε δουλέψει αρκετά. Εδώ ανήκει το μυθιστόρημα με τίτλο Βαντίμ (1832) που απεικονίζει την εξέγερση του Πουγκατσόβ.
Ο Ήρωας του καιρού μας (1840)είναι το πρώτο αναλυτικό μυθιστόρημα της ρωσικής λογοτεχνίας: το ιδεατό και το εξωτερικό πλαίσιο του δεν είναι βιογραφικό, μα ακριβώς η πνευματική και ψυχική ζωή ανθρώπου, του εγώ, της ανθρώπινης προσωπικότητας όπως απεικονίζεται εκ των έσω, σαν διαδικασία.
Στον πρόλογο ο Λέρμοντοβ εξηγεί σε έντονα πολεμικό ύφος την αντίληψή του: «Η ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού, όσο ασήμαντη κι αν είναι η απεικονιζόμενη προσωπικότητα, αποτελεί ίσως ένα πιο ενδιαφέρον και διδακτικό θέμα από την ιστορία ενός ολόκληρου λαού.» Αυτός ο καλλιτεχνικός «ψυχολογισμός», που προετοίμασε αργότερα τη «διαλεκτική του ψυχισμού», όπως την ανέπτυξε ο Τολστόι, συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Λέρμοντοβ.
Το μυθιστόρημα ουσιαστικά είναι ένας κύκλος αφηγήσεων γύρω από έναν κεντρικό ήρωα. Η αφήγηση γίνεται πάντα από άλλους κι έτσι ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει πολύπλευρά τη ζωή και την προσωπικότητα του ήρωα. Ο Πετσόριν είναι ακόμα ένας ρομαντικός ήρωας, όμως δεν είναι πια το ίδιο ρητά συμπαθητικός όπως οι προκάτοχοί του. Ο Πετσόριν επίσης υποφέρει όπως και ο Ανιέγην, αλλά όχι από ένα ψυχικό κενό, από τον χαρακτήρα του, αλλά επειδή δεν κατορθώνει να βρει το πεδίο όπου θα μπορέσει να δώσει πραγμάτωση στις τεράστιες δυνάμεις του, στα θυελλώδη πάθη του. Εύστοχα λέει ο Μπελίνσκι για τον Πετσόριν ότι ακόμα και στις αδυναμίες του αναλάμπει κάτι το μεγαλειώδες. Όλοι που συναντάνε τον Πετσόριν υποφέρουν, βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής ή χάνονται, αλλά χάνεται κι ο ίδιος ο Πετσόριν γιατί δεν βρίσκει την ευτυχία και την αρμονία στη ζωή και δεν δίνει ούτε στους άλλους ευτυχία. Ο Λέρμοντοβ στην ουσία γράφει τη δική του ιστορία στο μυθιστόρημά του.
Ο Λέρμοντοβ πολέμησε θαρραλέα στον Καύκασο, όμως κάθε φορά που προτάθηκε να παρασημοφορηθεί, τον έβγαζαν από τις λίστες. Όταν ζητούσε την συνταξιοδότησή του, το αίτημά του απορριπτόταν. Όταν κάποια στιγμή πήγε στην Πετρούπολη με άδεια, εμφανίστηκε σε μια πολυτελή δεξίωση όπου παραβρισκόταν κι ο μικρός αδερφός του τσάρου. Η συμπεριφορά του Λέρμοντοβ χαρακτηρίστηκε προκλητική και ανάρμοστη και του διέταξαν να εγκαταλείψει την Πετρούπολη εντός 48 ωρών και να επιστρέψει στον Καύκασο.
Βασανισμένος από δυσοίωνα αισθήματα που αποδείχτηκαν βάσιμα ξεκίνησε το ταξίδι. Στις 15 Ιουλίου 1841 τον σκότωσαν σε μια μονομαχία που προκλήθηκε εσκεμμένα.
Θα κλείσουμε το σύντομο αφιέρωμά μας παραθέτοντας τρία ποιήματα του.
ΖΗΤΙΑΝΟΣ
Ένας ζητιάνος στεκόταν στην εκκλησία
Εκλιπαρώντας για ελεημοσύνη
Βάσανα, πείνα, δίψα
Τον βύθισαν στην οδύνη
Ζήτησε μόνο μια φέτα ψωμί
Με βλέμμα γεμάτο θλίψη
Πέτρα έριξε στην παλάμη την ανοιχτή
Ένας άκαρδος περαστικός χωρίς να σκύψει
Έτσι εκλιπαρούσα την αγάπη σου
Χύνοντας πικρά δάκρυα
Έτσι πρόδωσες ότι αγνό είχα μέσα μου
Για πάντα, κι ας σ’ αγάπησα
ΑΣΤΕΡΙ
Ένα αστέρι λάμπει
Εκεί ψηλά
Η ψυχή μου σπαράζει
Από παλιά.
Μου αιχμαλωτίζει
Τα όνειρα
Μου ψιθυρίζει
Στα σύννεφα.
Έτσι με μάγεψε
Ένα γλυκό βλέμμα
Η καρδιά μου πέταξε
Στον αιθέρα.
Δεν μπορούσε να δει
Όπως και το αστέρι
Τη ματωμένη μου ψυχή
Να κλαίει.
Με κουρασμένη τη ματιά
Απ’ την ασίγαστη φλόγα
Το κοιτούσα σιωπηλά
Δίχως προσδοκία.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Τι κι αν το σώμα μου σαπίζει
Μέσα στη γη
Οι ψυχές μας ότι κι αν γίνει
Θα’ ναι μαζί
Του έρωτα τον γλυκό πόνο
Στη φυλακή
Δεν ξεχνώ, στης λήθης τον τόπο
Μες τη σιωπή
Άντεξα τον ύστατο καημό
Θαρραλέα
Έψαχνα χαρά στον χωρισμό
Ολοένα
Είδα την ουράνια ηδονή
Και πόνεσα
Να δω την εικόνα σου εκεί
Δεν μπόρεσα
Ουράνιο φως, θεία δύναμη
Τι αξίζει;
Η λαχτάρα μου η γήινη
Με συνθλίβει
Ένα όνειρο τρέφω, γλυκό
Μέρα νύχτα
Κλαίω όπως τον παλιό καιρό
Από ζήλια
Ίσως αγγίξει ξένη πνοή
Το στόμα σου
Η ψυχή μου η καρτερική
Τρέμει παντού.
Ίσως βρεις μια ξένη αγκαλιά
Ν’ αγαλλιάσεις
Τα λόγια σου ορμούν σαν φωτιά,
Λάμψη στάχτης.
Άλλον ν’ αγαπήσεις δεν μπορείς
Θα’ σαι πιστή
Ο όρκος στον θνήσκοντα βαρύς
Σ’ ακολουθεί
Προς τι το κλάμα, οι προσευχές
Για ποιο λόγο;
Μπορώ να βρω γαλήνη ποτές Αν ματώνω;