(από το βιβλίο με τίτλο “Ο ρώσικος πολιτισμός τον 19ο αιώνα” των Niederhauser Emil και της Λιουντμίλα Σαργκίνα που κυκλοφόρησε το 1970 στη Βουδαπέστη από τις εκδόσεις Gondolat – μετάφραση του Γιώργου Βαβίτσα, συνεργάτη της μεταφραστικής ομάδας του Συλλόγου μας)
ΠΟΥΣΚΙΝ
Στις 8 Γενάρη 1815 στην εορταστική συνάντηση του λυκείου του Τσάρσκαϊ Σιλό υπό την παρουσία επώνυμων αρχόντων και επιστημόνων και του βασιλιά των Ρώσων ποιητών Ντιερζάβιν, ένας μικροκαμωμένος, καστανός, σγουρομάλλης νεαρός διάβασε το ποίημά του που εξυμνούσε τα ηρωικά κατορθώματα του ρωσικού στρατού και το ένδοξο πολεμικό παρελθόν της Ρωσίας. Αναμνήσεις στο Τσάρσκαϊ Σιλό ήταν ο τίτλος του. Οι πιο ηλικιωμένοι, οι ποιητές το άκουγαν αμήχανοι. «Ο Ντιερζάβιν καταγοητευμένος σηκώθηκε από το κάθισμά του, υποκλίθηκε με το ασημένιο του κεφάλι μπροστά στο νεαρό ποιητή, ήθελε να τον αγκαλιάσει – αλλά ο Πούσκιν εξαφανίστηκε.» Αυτός ο ευκίνητος, σγουρομάλλης νεαρός ήταν «η αρχή των πάντων» του ρωσικού πολιτισμού του 19 αιώνα. Όλες οι προηγούμενες τάσεις της ρωσικής λογοτεχνίας κατέληγαν στο έργο του και κάθε τι που γεννήθηκε μετέπειτα πήγαζε κατά κάποιο τρόπο από αυτό. Το έργο του επέδρασσε γόνιμα όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στο θέατρο και τη μουσική.
Ο Αλεξάνδρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν (1799-1837) αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο λύκειο διορίστηκε στο κολλέγιο των εξωτερικών υποθέσεων. Εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη, γνωρίστηκε με τα πιο διακεκριμένα πνεύματα της εποχής και αργότερα έγινε η φωνή του κινήματος των Δεκεμβριστών. Ως προς τα ιδεώδη, τις πεποιθήσεις του ο Πούσκιν συγγένευε μαζί τους. Το ένα μετά το άλλο γεννιούνται από την πένα του τα ποιήματα που «εξυμνούν την ελευθερία», πολιτικά επιγράμματα που δεν δείχνουν οίκτο ούτε για τον «εστεμμένο στρατιώτη», ούτε για τους «υπηρέτες του» και διαδίδονται σε εκατοντάδες αντίγραφα.
Το 1818 στο ποίημά του που απευθύνεται στον Τσαντάγιεβ αναφωνεί με σιγουριά:
Πίστεψε με πως θα λάμψει
Το αστέρι μας τη νύχτα
Η Ρωσία μας θα ανακάμψει
Και στης τυραννίας τα ερείπια
Τ’ όνομά του ο λαός θα γράψει.
Άλλες φορές τον πιάνει αβεβαιότητα:
Μόνο να παλεύω μπορώ κι ο Ουρανός,
Δε θ’ άφηνε τις ιδέες μου να θριαμβεύσουν;
Θα ζήσω τη νέα εποχή για το λαό,
Θα πέσει η τυραννία κι η δουλεία;
Φίλοι μου θα μπορέσω τελικά να δω
Την αυγή που θα λάμψει η ελευθερία;
Στις 26 Μαρτίου 1820 τελείωσε το έκτο και τελευταίο τραγούδι του έργου Ρουσλάν και Λιουντμίλα.
Ήταν μια αληθινή γιορτή για τη ρωσική ποίηση. Ο Ζουκόφσκι κατενθουσιασμένος έδωσε με την ακόλουθη αφιέρωση στον Πούσκιν το πορτρέτο του. «Στον νικητή μαθητή από τον ηττημένο δάσκαλο.» Ο Πούσκιν έλυσε το πρόβλημα που από καιρό απασχολούσε τους Ρώσους ποιητές: δημιούργησε το ζωντανό και κατανοητό για το λαό εθνικό έπος. Γι’ αυτό απαιτούνταν η μετουσίωση των θεμάτων που ήταν παρμένα από την ιστορία της πατρίδας σε περιπετειώδη μυθιστόρημα. Ούτε ο Καραμζίν ούτε ο Ζουκόφσκι κατάφεραν να βρουν την τεχνοτροπία με την οποία θα συνένωναν τα λαϊκά, ηρωικά και ερωτικά στοιχεία ανυψώνοντάς τα ταυτόχρονα. Ο Πούσκιν επεξεργάστηκε με κωμικό τρόπο τους παλιούς μύθους που ήταν γεμάτοι από φανταστικές φρικαλεότητες, ενώ τις μυθικές ηρωικές πράξεις τις εμπλούτισε με φανταστικές περιπέτειες.
Το ποίημα διαδραματίζεται στην παλιά, μυθική Ρωσία, ο Ρουσλάν και η Λιουντμίλα, η κόρη του Βλαδίμηρου, ηγεμόνα του Κιέβου είναι οι δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι έπειτα από πολλές περιπέτειες και ίντριγκες φυσικά σμίγουν στο τέλος. Ο Πούσκιν κατάφερε να ενσωματώσει επιδέξια στο μυθικό πλαίσιο του ποιήματος μερικές ποιητικές πτυχές της ζωής της παλιάς Ρωσίας. Διατήρησε την παράδοση του ιπποτικού μυθιστορήματος, όμως συνύφανε τα φανταστικά στοιχεία του παλιού σλάβικου παραμυθιού με τα δραματικά γεγονότα της ρώσικης ιστορίας. Ο «αρχέγονος μύθος» απευθύνεται και στο σήμερα: η απόκρουση των πετσενέγκων στους συγχρόνους θύμιζε πώς απελευθερώθηκε το 1812 η Ρωσία από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Ο Αλέξανδρος Α’ αποφάσισε να στείλει τον ποιητή που θεωρούσε τον εαυτό του απόγονο του Ραντίτσεβ, στη Σιβηρία λόγω των «ελεύθερων ποιημάτων» του. Μόνο χάρη στις ακούραστες προσπάθειες των Ζουκόφσκι, Καραμζίν και άλλων έγινε εφικτό η βάναυση αυτή ποινή να αντικατασταθεί με μια πιο ήπια κι έτσι ο Πούσκιν εξορίστηκε στο νότο.
Στις αρχές Μαΐου ο Πούσκιν πρώτα ταξίδεψε στο Γιεκατερίνοσλαβ, μετά, ύστερα από 4 μήνες περιπλάνησης στον Καύκασο και την Κριμαία, έφτασε στον προορισμό του, στο Κισνόβ. Εδώ άρχισε μια νέα δημιουργική περίοδος. Οι άγριες και παγωμένες κορυφές του Καυκάσου, η απέραντη έκταση της θάλασσας, οι ηλιόλουστες παραλίες της Κριμαίας που περιβάλλονται από τους αρχαίους μύθους της Ταυρίδας – όλα αυτά μάγεψαν τον ποιητή. Η εξορία στο νότο είναι σχεδόν ολότελα διαποτισμένη με το πνεύμα του ρομαντισμού.
Εδώ γεννιέται και το ρομαντικό διήγημα Οι τσιγγάνοι (1824) που αποκαλύπτει τον διττό χαρακτήρα του μπαϊρονικού ήρωα, τη ριψοκίνδυνη εξέγερση από τη μια και τον απόλυτο εγωισμό από την άλλη. Ο Αλέκος που άφησε πίσω του «τη δουλεία των πνιγερών πόλεων», είναι μια δυνατή προσωπικότητα που ποθεί την ανεξαρτησία, την ελευθερία, ταυτόχρονα όμως δεν σέβεται την ελευθερία των άλλων. Τον ατομιστή Αλέκο κατακρίνει αυστηρά ο γέρος τσιγγάνος:
Παράτησε μας αλαζόνα
Ήθελες την ελευθερία …
Μα μόνο για εσένα, μία …
Ύστερα από τα ρομαντικά ποιητικά διηγήματα ο Πούσκιν προσπαθεί να πλάσει καλλιτεχνικά τη μορφή του «ήρωα του αιώνα».
Ο Μπορίς Γκοντούνοβ
Ο Πούσκιν βασάνισε πολύ τον εαυτό του συλλογιζόμενος πάνω στην τύχη της Ρωσίας, προσπαθούσε να κατανοήσει τις δυνάμεις που κινούν την ιστορία. Τη δύναμη αυτή την αναζητούσε στη ζωή, στη δράση του λαού. Από εδώ πηγάζει το αυξημένο ενδιαφέρον του για τα λαϊκά κινήματα, τις μεγάλες προσωπικότητες στις οποίες ενσαρκώνεται μια ιστορική περίοδος. Έτσι μπόρεσε να πλάσει την ιστορική τραγωδία όπου πίσω από το δράμα του καταδικασμένου σε χαμό τσάρου κρύβεται ένα άλλο θέμα, η τραγική μοίρα του καταπιεσμένου λαού.
Στον Μπορίς Γκοντούνοβ (1824-1825) συγκρούεται η ζωντανή, απέραντη Ρωσία, η έκνομη κι όμως γιγάντια, με την άρχουσα τάξη, τους προνομιούχους βογιάρους, τον κλήρο που βυθίζεται σε ίντριγκες, την πατριαρχία και τον ίδιο τον τσάρο. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της τραγωδίας.
Την εποχή του Αλέξανδρου κι ακόμα περισσότερο του Νικόλαου οι κήρυκες του «επίσημου ναροντνικισμού» (οι υποστηρικτές του λαού /Σημείωμα μεταφραστή) επιδίωκαν να εδραιώσουν την άποψη ότι ο λαός είναι πολιτικά εμπιστεύσιμος, αποτελεί στήριγμα του θρόνου, από τους αρχέγονους χρόνους είναι ακράδαντος οπαδός του τσάρου.
Στον Πούσκιν συμβαίνει για πρώτη φορά να υψώνεται πάνω από την εύθραυστη θέση των ηγεμόνων που βρέθηκαν στο θρόνο χάρη σε τυχαίες περιστάσεις ο αληθινός αφέντης της ιστορίας, ο λαός. Στην απεικόνιση του Πούσκιν ο λαός είναι ασύλληπτος και απειλητικός, μια μάζα που δρα ενστικτωδώς και αποκτάει συνείδηση του εαυτού και της δύναμής του σιγά σιγά.
Ο Πούσκιν αποδίδει πλέρια σημασία στη «γνώμη» του λαού, στη στήριξη που παρέχει ως προς την έκβαση των ιστορικών γεγονότων, την ήττα του Μπορίς. Στην τραγωδία οι τσάροι διαπράττουν εγκλήματα, εκτελούν ανθρώπους. Οι βογιάροι συνωμοτούν, γίνονται προδότες, κάνουν ίντριγκες, δολοφονούν. Ο Ψευδό-Δημήτρης είναι ένας τυχοδιώκτης, στέφει τους πολωνούς κατακτητές εναντίον της Ρωσίας.
Τον ίδιο τον Ψευδό-Δημήτρη ο Μπορίς δεν τον φοβάται. Όμως μόλις το εγχείρημά του βρίσκει ανταπόκριση στις «διαθέσεις του λαού» μετατρέπεται σε μια ανυπέρβλητη δύναμη:
Ξέρεις από πού πηγάζει η δύναμή μας, Μπασμάνοβ;
Δεν είναι ο στρατός, ούτε η βοήθεια των πολωνών,
Η γνώμη του λαού, η γνώμη του λαού είναι!
Σκέψου το θρίαμβο του Δημήτρη
Και οι αναίμακτες κατακτήσεις του, όταν
Χωρίς να πέσει τουφεκιά οι πόλεις
Παντού συνθηκολόγησαν μπροστά του,
Ενώ πεισματάρες βοεβόδες, τους έδεσε ο λαός.
Η ιδέα ότι η στήριξη του λαού είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στην πάλη εναντίον της απολυταρχίας συνδέεται αναμφισβήτητα με το γεγονός πως ο ποιητής στοχάστηκε επίπονα πάνω στην προετοιμασία του εγχειρήματος των Δεκεμβριστών που έγινε χωρίς τη συμμετοχή των πλατιών λαϊκών μαζών. Η ιδέα αυτή ηχεί με ιδιαίτερη δύναμη στην τελευταία σκηνή της τραγωδίας που κλείνει με την περίφημη φράση: «Ο λαός σιωπά.» Αυτή η «σιωπή» σφράγισε κατά τον Πούσκιν την τύχη του Ψευδό-Δημήτρη στη συνέχεια. Όσο ο λαός βρισκόταν στο πλευρό του, αυτός, ο δραπέτης μοναχός μπορούσε να πλήξει το κύρος του πανίσχυρου τσάρου στη Μόσχα, μόλις όμως ο λαός του γύρισε την πλάτη, μάταια έφτασε στις κορυφές της εξουσίας, τον περίμενε μια γρήγορη πτώση και ένα άδοξο τέλος.
Η μορφή του Πέτρου Α’
Η ανώτερη εξεταστική επιτροπή ανακάλυψε ανάμεσα στα έγγραφα όσων συμμετείχαν στα δεκεμβριανά γεγονότα τα επαναστατικά ποιήματα του Πούσκιν, τα αντικυβερνητικά επιγράμματά του. Αόρατος, χωρίς τη φυσική παρουσία του, ο Πούσκιν συμμετείχε στη δίκη.
Ο Νικόλας Α’ θεώρησε πως έπρεπε να ενεργήσει μεγαλόψυχα με τον πιο δημοφιλή ποιητή της χώρας. Το όνομα του Πούσκιν αντιπροσώπευε πλέον μια δύναμη που δεν μπορούσες να αψηφήσεις.
Όταν ο Νικόλαος Α’ έφτασε στη Μόσχα για την τελετή στέψης διέταξε να φέρουν μπροστά του τον Πούσκιν. Ο Πούσκιν δεν αναφέρει σχεδόν τίποτα σχετικά μ’ αυτή τη συνάντηση, σε ένα δύο γράμματά του μνημονεύει φευγαλέα την «εγκαρδιότητα» του τσάρου. Η άλλη πλευρά όμως, ο Νικόλαος διηγείται πως ρώτησε τον Πούσκιν: «Τι θα πράττατε αν στις 14 Δεκεμβρίου βρισκόσασταν στην Πετρούπολη; – Θα είχα πάει με τους στασιαστές – απάντησε.» Η θαρραλέα στάση του Πούσκιν επιβεβαιώνεται κι από το ότι μετά την κατάπνιξη του κινήματος των Δεκεμβριστών παίρνει θέση υπέρ της ανίκητης ιδέας σε ένα όμορφο ποιητικό μήνυμα:
Ότι πλάσαν οι τύραννοι:
Πέφτουν τα κελιά – μας καλεί
Η ελευθερία, και θα βρει
Το σπαθί μας τη δύναμη.
Ο Νικόλαος επέτρεψε στον ποιητή να ζει σε μία από τις δύο πρωτεύουσες δηλώνοντας πως στο εξής ο μόνος λογοκριτής των έργων του Πούσκιν θα ήταν ο ίδιος.
Κι ο νέος λογοκριτής ανέλαβε αμέσως δράση: ο Πούσκιν πήρε εντολή να ξαναδουλέψει τον Μπορίς Γκοντούνοβ φτιάχνοντας ένα «ιστορικό διήγημα ή μυθιστόρημα, στο ύφος του Γουόλτερ Σκοτ».
Η προσωπική λογοκρισία του τσάρου όχι μόνο δεν ελάφρυνε τα βάρη του Πούσκιν, αλλά αντίθετα έγινε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ήταν άσκοπο και μάταιο να λογομαχεί κανείς με τον τσάρο και να προσπαθεί να αναιρεί τις αποφάσεις του. Τελικά η «ελευθερία» του Νικόλαου ήταν χειρότερη από την σκλαβιά του Αλέξανδρου. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1820 έγραψε μόλις ένα κάπως εκτενές έργο, το διήγημα με τίτλο Πολτάβα (1828).
Πρόκειται για ένα ποιητικό έργο που αναφέρεται στον Πέτρο. Ο Πούσκιν τώρα πια είχε αφομοιώσει δημιουργικά όχι μόνο τον Βύρωνα, αλλά εμπλουτίστηκε και με τις αρετές του Σαίξπηρ και του Γουόλτερ Σκοτ. Έφτιαξε ένα ρεαλιστικό ιστορικό διήγημα που συνένωνε όχι μόνο τα στοιχεία του έπους και του ρομαντικού διηγήματος σε ένα οργανικό όλο, αλλά και τις παλιές κατακτήσεις της τραγωδίας και του μυθιστορήματος.
Στο διήγημα του Πούσκιν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα διαδραματίζονται στο φόντο των προσωπικών τραγωδιών. Στο Πολτάβα ο Πέτρος είναι ο ηρωικός ηγέτης, ο τσάρος πατριώτης που έχει πίσω του τη νεαρή Ρωσία η οποία ζυμώνεται και ενισχύεται συνεχώς.
Στον Μπρούντζινο καβαλάρη (1833) o Πούσκιν αναδεικνύει την τεράστια δημιουργική ενέργεια του Πέτρου όμως αντιπαραθέτει και την τραγωδία των μικρών ανθρώπων που συνθλίβονται από τις τρομακτικές αλλά αναγκαίες αλλαγές.
Ο ποιητής κατανοεί και εξυμνεί την ιστορική σημασία του Πέτρου, αφού «άνοιξε παράθυρο στην Ευρώπη». Παρόλα αυτά συμμερίζεται την αγανάκτηση του κεντρικού ήρωα του ποιήματος, του Γιεβγένι. Ο Γιεβγένι ανήκει στους ασήμαντους εκείνους ανθρώπους που ο Πέτρος ποδοπάτησε στην πορεία του. Ο Πούσκιν νιώθει συμπόνια για τον άνθρωπο που εξεγέρθηκε εναντίον του «αλαζονικού ινδάλματος», του «τρομερού» δυνάστη.
Έχει πράγματι συμβολικό νόημα η ορθωμένη γροθιά του άμοιρου τρελού που απειλεί το μπρούντζινο καβαλάρη:
Εσύ θαυματουργέ χτίστη! –
Ψιθυρίζει, μόλις που ακούγεται -,
Για στάσου!…»
Ονιέγκιν
Το μικρό χωριουδάκι με την ονομασία Μπολγκίνο κοντά στο Νίζνι-Νόβγκοροντ, που ο Πούσκιν επισκέφτηκε το φθινόπωρο του 1830 για να κάτσει μερικές μέρες πέρασε στην ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας. Λόγω της επιδημίας χολέρας που ξέσπασε στο μεταξύ ο Πούσκιν αναγκάστηκε να περάσει τρεις μήνες εδώ. Η ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας κατέγραψε ως «μπολγκινοϊκό φθινόπωρο την περίοδο αυτή, ως μια λαμπρή σελίδα της λογοτεχνικής βιογραφίας του Πούσκιν.
Το φθινόπωρο του 1830 στο Μπολγκίνο ολοκλήρωσε την «πολυετή εργασία του», το μυθιστόρημα σε ποιητική μορφή με τον τίτλο Γιεβγκένι Ονιέγκιν.
Τους πρώτους στοίχους του Γιεβγκένι Ονιέγκιν τους έγραψε στις 9 Μάη 1823 στην Οδησσό. Εργαζόταν σχεδόν 10 χρόνια πάνω στο έργο θέλοντας να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σύγχρονής του ρώσικης κοινωνίας.
Ο ήρωας του Πούσκιν ζει το προσωπικό του δράμα εν μέσω των σκληρών συνθηκών της εποχής. Στα ποιητικά διηγήματα που είχαν γραφτεί στο νότο είχε ήδη σκιαγραφηθεί το προφίλ του «παιδιού του αιώνα», εδώ όμως ο Πούσκιν δημιουργεί μια πλατιά επική εικόνα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο φορέας του νέου, εκλεπτυσμένου πολιτισμού με μια βαθιά ψυχική κρίση. Το λυρικό διήγημα πάνω στον σκεπτικιστή που έχει απογοητευτεί από τη ζωή, αποτελείται κατά τον Πούσκιν μόλις από μερικά «παρδαλά κεφάλαια», στην πραγματικότητα ωστόσο είναι ακολουθία χαρακτηριστικών πορτρέτων και συλλογισμών με φόντο τις πνευματικές ζυμώσεις της δεκαετίας του 20.
Η εξέλιξη του ήρωα είναι δραματική. Ο μισάνθρωπος και επικούρειος Ονιέγκιν που περνάει την ώρα του στα σαλόνια προσποιούμενος καλούς τρόπους αρχικά νιώθει αδιάφορος προς κάθε τι που δεν προσφέρει τέρψη των αισθήσεων, βυθίζεται ολότελα σε έναν «ανέλπιδο εγωισμό», εκφέροντας ο ίδιος την ετυμηγορία πάνω στον εαυτό του: «Δεν μπορώ να ανανεώσω την ψυχή μου»…
Ο ποιητής δεν κρύβει τις αδυναμίες του ήρωα του, στην ενίσχυση των οποίων επιδράει και το περιβάλλον, όμως τονίζει τις θετικές πλευρές του χαρακτήρα του Ονιέγκιν, κάνει να αναλάμψουν οι σπίθες μιας πραγματικά ευγενικής ψυχής και των ανόθευτων αισθημάτων δείχνοντας πως ξεχωρίζει από το νωθρό περίγυρό του με το πνεύμα του. Είναι επιδεκτικός απέναντι στις νέες τάσεις, διαβάζει τα έργα των διαφωτιστών, του αρέσει ο Μπάιρον (Βύρωνας) και εξοργίζει τους ευκατάστατους γείτονές του καταργώντας τις αγγαρείες και επιβάλλοντας λιγότερο σκληρούς φόρους στους δουλοπάροικούς του.
Συναντάμε στις πιο ετερόκλητες περιστάσεις τον ήρωα, στο χωριό, σε κύκλους των γαιοκτημόνων, στα ταξίδια του στη Ρωσία, σε επίσημες βραδιές.
Ο Χέρτσεν θεωρούσε τον ήρωα του Πούσκιν αδερφό του Τσάσκι και του Πετσόριν. Ο «Ονιέγκιν είναι Ρώσος, μόνο στη Ρωσία μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος: εδώ είναι απαραίτητος και τον συναντάμε σε κάθε βήμα…» Η πνευματώδης δυσπιστία του είναι απλά «η διέξοδος από την αβάσταχτη ερημιά που μας πνίγει».
Ο Πούσκιν αντιπαραθέτει στον σκεπτικισμό του Ονιέγκιν την ηθική ανωτερότητα, την ψυχική αγνότητα της ηρωίδας του. Η Τατιάνα που «ήταν ενστικτωδώς Ρωσίδα έχει αμεσότητα και καλοσύνη. «Μεγάλωσε κρυμμένη στη γαλήνη της επαρχίας», όμως είναι ευαίσθητη και καλλιεργημένη. Γνώριζε καλά τους Richardson, Rousseau, Goethe, αλλά πίστευε και στις αρχέγονες λαϊκές παραδόσεις». Παραμένει απλή και ειλικρινής και στους κόλπους της καλής κοινωνίας, στη λάμψη των σαλονιών της Πετρούπολης.
Ο Πούσκιν έπλασε με ιδιαίτερη αγάπη την εικόνα του ποιητή Βλαδίμηρου Λένσκι. Σημειώνει το φλογερό, διψασμένο για γνώση πνεύμα του ήρωα:
Γλυκά όνειρα για την ελευθερία,
Παθιασμένη ψυχή που φλέγεται …
Φύλαγε με ζήλο τα αγνά
Αισθήματα το ποίημά του
Τα γλυκά όνειρα της νιότης
Τη γοητεία του ανόθευτου λόγου.
Ο Μπελίνσκι αποκάλεσε «εγκυκλοπαίδεια της ζωής της Ρωσίας» τον Γιεβγκένι Ονιέγκιν.
Στο έργο προβάλλει μπροστά μας όλη η Ρωσία από τον Νέβα στο Αραγβή κι από την Πετρούπολη ως το Μπαχτσισεράι. Οι πόλεις, τα φημισμένα έργα της ρώσικης αρχιτεκτονικής, οι όχθες του Νέβα και το παλάτι της αυλής του Πέτρου, το πάρκο του λυκείου, οι πύργοι του Κρεμλίνου, υψώνονται πάνω από τις απέραντες εκτάσεις της πατρίδας, «τα παλάτια και τα πάρκα, …»
Γύρω τα απέραντα δάση, τα λιβάδια, οι λόφοι, οι στέπες. Ο Πούσκιν αναπτύσσει την πλοκή του μυθιστορήματος πλαισιώνοντάς το με υπέροχες περιγραφές τοπίων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον καθαρό ουρανό. Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι χειμερινές σκηνές («το φθινόπωρο πέφτει σε παγωνιά που τρίζει, η πάχνη σαν ασημένια κουβέρτα») ή οι περιγραφές του πρώιμου φθινοπώρου. («Το φθινόπωρο αιωρείται στον δροσερό αέρα… Η φύση χλόμιασε, τρομάζει σαν ένα στολισμένο θήραμα»).
Το μυθιστόρημα αποτελεί ταυτόχρονα και την ποιητική βιογραφία του Πούσκιν, από τους κήπους του λυκείου ως την Πετρούπολη της εποχής του Νικόλαου. Ο ποιητής μοιάζει να γράφει αποσπασματικά απομνημονεύματα, στο έργο του συναντάμε φιλικούς διάλογους, ερωτικές αναμνήσεις, τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις του. Αυτές τις εξομολογήσεις και ονειροπολήσεις μας άφησε ο Πούσκιν αντί για ένα ημερολόγιο, το οποίο έκαψε ο ίδιος όταν έμαθε για την κατάπνιξη του κινήματος των Δεκεμβριστών.
Ο Γιεβγκένι Ονιέγκιν μαρτυρά ταυτόχρονα πόσο πολύ ενδιαφερόταν ο Πούσκιν για τα προοδευτικά κινήματα της εποχής. Σύμφωνα με το προσχέδιο του επιλόγου, όπως διηγείται ο ίδιος ο Πούσκιν, ο Ονιέγκιν έπρεπε «ή να χαθεί στον Καύκασο ή να προσχωρήσει στους Δεκεμβριστές».
Στο 10ο, τελευταίο κεφάλαιο του έργου, το μυθιστόρημα που περιγράφει τα ήθη έχει μετατραπεί πλέον στο χρονικό της πολιτικής ζωής της εποχής. Εμφανίζονται οι κύκλοι της Πετρούπολης όπως το «Πράσινο Φως» με τις συνάξεις του, το επαναστατικό κίνημα του νότου κι αναφέρει με ιδιαίτερη συμπάθεια τα ονόματα των Δεκεμβριστών. Στους πρώτους στίχους δίνει έναν σατιρικό χαρακτηρισμό για τον Αλέξανδρο Α’. Καθώς ο Πούσκιν συνειδητοποίησε πως αυτό το κεφάλαιο ποτέ δεν θα δημοσιευόταν εκτυπωμένο, το έκαψε, διασώθηκαν μόνο αποσπάσματα του, αλλά κι αυτά μόνο κρυπτογραφημένα. (Μόνο το 1910 έγινε κατορθωτό να σπάσουν τον κωδικό κα να εκδώσουν αυτά τα κείμενα.)
ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΖΑ
Ο Πούσκιν έγραψε και σύντομες, γεμάτη ένταση τραγωδίες. Αναζητούσε την συμπυκνωμένη έκφραση των ανθρώπινων παθών.
Ο Φιλάργυρος ιππότης (1830) διαδραματίζεται στα τέλη του 15ου αιώνα, ο ήρωας του είναι αιχμάλωτος του χρήματος, στο υπόγειό του συσσωρεύει χρυσάφι. Είναι πολύ γνωστός ο μονόλογός του όπου μιλάει για την σκοτεινή και παντοδύναμη εξουσία του χρυσού:
Πράγματι! Αν όλα τα δάκρυα, όλο το αίμα και ο ιδρώτας,
Που χύθηκαν ποτές γι’ αυτόν το θησαυρό,
Χυνόταν ξανά, θα πνιγόμουν στο αίμα
Μέσα στο αγαπημένο μου υπόγειο.
Στον Ντον Ζουάν (Ο πέτρινος καλεσμένος) (1830) η παραδοσιακή μορφή του Ντον Ζουάν εμπλουτίζεται με νέες πλευρές: είναι ποιητής που γράφει υπέροχα σονέτα, φημίζεται για την ευφράδειά του και με την παραστατικότητα των εξομολογήσεών του κατακτάει την καρδιά της απόμακρης χήρας, της Ντόνα Άννα. Η λάμψη του πνεύματος και το ποιητικό ταλέντο του συνενώνονται με την άσπλαχνη σκέψη και την τολμηρότητα των πράξεών του.
Ο αρχικός τίτλος του Μότσαρτ και Σαλιέρι (1830) ήταν η «Ζήλια». Στην ίδια την τραγωδία όμως η ζήλια περνάει σε δεύτερο πλάνο και το πραγματικό πρόβλημα γίνεται η σχέση της μεγαλοφυΐας με τον επαγγελματία μουσικό. Ο Μότσαρτ είναι μεγαλοφυΐα, ο Σαλιέρι καλλιτέχνης που χτίζει την τέχνη του πάνω στην καλλιτεχνική επιδεξιότητα. Ο Σαλιέρι νιώθει ανικανοποίητος και είναι ατάλαντος, απλά ένας μέτριος καλλιτέχνης, από εδώ πηγάζει η τραγωδία του.
Η ζήλια του για τον Μότσαρτ ενισχύεται από το γεγονός ότι αναγνωρίζει τη μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ, συναισθάνεται βαθιά την αξεπέραστη ομορφιά των έργων του, κλαίει από την χαρά όταν ο Μότσαρτ του παίζει το Ρέκβιεμ. Παρόλα αυτά σκοτώνει τον Μότσαρτ. Μόνο η αληθινή μεγαλοφυΐα οδηγεί στην ηθική ανωτερότητα – αυτό είναι το συμπέρασμα του Πούσκιν.
Ο Πούσκιν και στην ρωσική πρόζα έγινε το σημείο έναρξης της περαιτέρω εξέλιξης. Σ’ αυτό το πεδίο ουσιαστικά δεν έχει προκατόχους. Η γλώσσα της πρόζας βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο απ’ ότι η ποίηση.
Τα πρώτο του έργο σε πρόζα είναι Τα διηγήματα του Μπέλκιν (1830) όπου ο φανταστικός ήρωας Μπέλκιν διηγείται ιστορίες. Στα ύστερα έργα του κατέχει ξεχωριστή θέση η μικρής έκτασης Ντάμα Πίκα (1834). Ο πρωταγωνιστής είναι ο Χέρμαν, ένας άνθρωπος με το «προσωπείο του Ναπολέοντα και την ψυχή του Μεφιστοφελή», ο οποίος δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα για να ικανοποιήσει τα πάθη του. Η συμπυκνωμένη μορφή του έργου, η ακριβής και επιδέξια δομή του, το εξεζητημένο ύφος και η λεπτή ειρωνεία κάνουν την Ντάμα Πίκα ένα από τα πρότυπα του ρώσικου διηγήματος. Το τελευταίο του μεγαλύτερο έργο σε πρόζα είναι η Κόρη του λοχαγού (1836), ένα ιστορικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται την περίοδο της εξέγερσης Πουγκατσόβ. Ο Πούσκιν ταξίδεψε στα μέρη όπου συνέβησαν τα γεγονότα που εξιστορεί, στη στέπα του Όρενμπουργκ, στις όχθες του Βόλγα, κατέγραψε τις μαρτυρίες ηλικιωμένων ανθρώπων που έζησαν όσα διαδραματίστηκαν και ζήτησε άδεια από τον τσάρο να μελετήσει τα αρχεία σχετικά με την εξέγερση. Στη βάση αυτού του υλικού έγραψε την ιστορία του Πουγκατσόβ (1834) και στη συνέχεια το μυθιστόρημα όπου διηγείται την ιστορία ενός αξιωματικού του τσάρου και της αρραβωνιαστικιάς του που αιχμαλωτίστηκαν από τον Πουγκατσόβ. Ο Πούσκιν, μέσω της προσωπικής ιστορίας απεικονίζει την εποχή, φανταστικά πρόσωπα ή λιγότερο γνωστά πρόσωπα επαρχιακών οικογενειών έρχονται σε επαφή με ανθρώπους όπως ο Πουγκατσόβ και η Αικατερίνη Β’.
Ο Πούσκιν θεωρεί ως μια «αδιέξοδη και άσπλαχνη» εξέγερση την επανάσταση των αγροτών, αλλά απεικονίζει με συμπόνια τη μορφή του Πουγκατσόβ: ως έναν θαρραλέο και μεγαλόψυχο άνθρωπο.
Ο Πούσκιν πέθανε στις 29 Γενάρη 1837 σε μια μονομαχία. Ο αντίπαλος ήταν ένας εμιγκρές ονόματι ντ’ Αντές (d’Anthes) και η τυπική αιτία της μονομαχίας στάθηκε οι φήμες που κυκλοφορούσαν γύρω από τη γυναίκα του Πούσκιν. Ακόμα και οι σύγχρονοί του ψιθυρίζανε ότι πίσω από τον ντ’ Αντές στην πραγματικότητα κρυβόταν η αυλή, για την οποία είχε παραγίνει ενοχλητικός ο μεγάλος ποιητής. Υπάρχει ακόμα και σήμερα το ζαχαροπλαστείο απ’ όπου ξεκίνησε με έλκηθρο μέσα στην μαύρη νύχτα και τη χιονοθύελλα για τον τόπο της μονομαχίας. Η πρώτη βολή που τον βρήκε ήταν θανατηφόρα όμως πάλεψε σχεδόν δύο μέρες με το θάνατο. Δίπλα από το κρεβάτι του στεκόντουσαν οι φίλοι του, ακόμα και μακρινοί γνωστοί του (τον μετέφεραν στο γραφείο του με το έλκηθρο του αντιπάλου του). Ο Νικόλαος Α’ υποκριτικά τον συγχώρεσε γραπτώς (για την μονομαχία) και διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε την οικογένειά του. Η κοινή γνώμη όμως – ψιθυριστά – αυτόν θεωρούσε υπαίτιο για τον πρώιμο θάνατο του μεγαλύτερου Ρώσου ποιητή.
Η σημασία του Πούσκιν
Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί πόσο μεγάλη είναι η σημασία του Πούσκιν στην ιστορία του ρώσικου πολιτισμού. Ανανέωσε και μεταμόρφωσε τη ρώσικη γλώσσα, την έκανε δυναμική, μελωδική, της έδωσε ενέργεια. Ο Καραμζίν μπόλιασε τη λογοτεχνική γλώσσα με την εξεζητημένη γλώσσα των μορφωμένων στρωμάτων, ο Μπατιούσκοβ με την πλαστικότητα, ο Κρίλοβ με το πνεύμα των αρχέγονων λαϊκών εκφράσεων κι ο Πούσκιν έκανε τη σύνθεση όλων αυτών.
Κατά την ανανέωση της ρώσικης λογοτεχνικής γλώσσας εργαζόταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Για τους στοχαστές και τους επιστήμονες διαμόρφωσε μια καινοτόμα επιστημονική και φιλοσοφική διάλεκτο. Για τους κριτικούς δημιούργησε ένα εύληπτο ύφος. Στα λογοτεχνικά του έργα έγραφε με μια ευχάριστη, γεμάτη σαφήνεια γλώσσα.
Στο έργο του οι αιθέριες και διαυγείς μορφές της ποιητικής γλώσσας συνδυάζονται με μια μοναδική εκφραστικότητα. Όλοι οι μετέπειτα Ρώσοι ποιητές είχαν τον Πούσκιν για δάσκαλό τους: αυτός τους κληροδότησε τα πρότυπα των λυρικών τεχνοτροπιών, των ποιητικού μορφών, των μετρικών σχημάτων.
«Όταν ακούω το όνομα του Πούσκιν – έγραφε ο Γκόγκολ – αμέσως αναλάμπει η εικόνα του εθνικού ποιητή της Ρωσίας… Σ’ αυτόν συνυπήρχαν, σαν σε κάποια εγκυκλοπαίδεια, όλος ο πλούτος, η δύναμη και η ευκαμψία της γλώσσας μας… Ο Πούσκιν είναι ένα ξεχωριστό, ίσως μοναδικό φαινόμενο το ρώσικου πνεύματος: αυτός ενσαρκώνει τον Ρώσο στην εξέλιξή του, όπως θα είναι ίσως μόνο μετά από 200 χρόνια.»
Θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας στον Πούσκιν παραθέτοντας ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του που έγραψε 5 μήνες πριν από το θάνατό του. Εδώ ο Πούσκιν σαν να συνοψίζει προφητικά ο ίδιος τη ζωή του και τη θέση και τη σημασία του στη ρώσικη λογοτεχνία και στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Εxegi monumentum
Μνημείο δεν χτίζω με τα χέρια για μένα
Ποτέ δε θα το καλύψουν χόρτα ξερά
Και η κεφαλή του με αγέρωχο το βλέμμα
Απ’ του τσάρου πάει πιο ψηλά
Τα σώμα μου θα σβήσει – στης λύρας τα φτερά
Χώμα δε θα γίνει, η ψυχή μου θα ζει
Θα με δοξάζει κάθε στόμα παντοτινά
Με κάθε νέο ποιητή
Η φήμη μου θα φτάσει σ’ όλη τη Ρωσία
Στη γλώσσα της κάθε φυλή θα με τιμά
Σλάβοι, Φίννοι, τα εγγόνια τους με λατρεία,
Ο λαός σε κάθε γωνιά.
Ο λαός θα με κοιτά σαν δικό του παιδί
Γιατί εξύμνησα αισθήματα αγνά,
Την ελευθερία σε εποχή τρομερή
Συμπόνια για τα δεινά.
Ο Μούσα, ακολούθα τη θεία εντολή
Χωρίς στεφάνια, μη φοβάσαι προσβολές,
Επαίνους, βρισιές δέξου τες χωρίς ταραχή
Με βλάκες μη μιλάς ποτές!