Αναδημοσιεύουμε την κριτική της Παρασκευής (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού (διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια) για το βιβλίο του Συλλόγου μας “Σοβιετικοί ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα” όπως δημοσιεύτηκε στο site diastixo.gr
Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε στο βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής ή να το παραγγείλετε ηλεκτρονικά εδώ
Η νέα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής και του Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό», με τίτλο Σοβιετικοί ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα, αποτελεί έναν συλλογικό τόμο 400 περίπου σελίδων, που περιλαμβάνει εφτά επιστημονικές μελέτες και μιαν εκτενή, περιεκτική Εισαγωγή, κορυφαίων Σοβιετικών ιστορικών. Θέμα της ανθολόγησης των μελετών η Αρχαία Ελλάδα, με ειδικότερη εστίαση στη γένεση, ανάπτυξη και κρίση του θεσμού της Πόλεως-Κράτους. Βασικοί ερευνητικοί άξονες η Οικονομία, η Κοινωνία, η Πολιτική. Τα κείμενα, αποσπασμένα επιλεκτικά από το δίτομο έργο Αρχαία Ελλάδα (1983), μετέφρασαν από τα ρωσικά, μέλη του συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό», με σκοπό να προσφέρουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και στους ενδιαφερόμενους για την ιστορία αναγνώστες, ένα νέο και έγκυρο ιστοριογραφικό υλικό για τα παραπάνω ενδιαφέροντα ιστορικά ζητήματα, από τον 12o μέχρι τον 4o π.Χ. αιώνα: από τις απαρχές δηλαδή μέχρι την περίοδο της ιδεολογικής μορφοποίησης και υλοποίησης του λεγόμενου Πανελληνισμού – ενός είδους παγκοσμιοποίησης του ελληνισμού μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των ελληνιστικών κρατών. Οι εργασίες αυτές αντιπροσωπεύουν ένα δείγμα της συστηματικής συλλογικής προσπάθειας που είχε καταβληθεί κατά τη δεκαετία του 1980, ώστε με την αξιοποίηση των πιο πρόσφατων αρχαιολογικών, επιγραφικών και φιλολογικών πηγών να διερευνηθεί και να ερμηνευτεί η ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας κάτω από το πρίσμα του μαρξισμού, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας τις πεπαλαιωμένες προγενέστερες ιστορικές έρευνες.
Τι σημαίνει, ωστόσο, και πώς υλοποιείται η μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας της μακράς αυτής περιόδου στο σύνολο των μελετών του τόμου; Εισαγωγικά και εντελώς επιγραμματικά θα αναφέρουμε ότι η «μαρξιστική ιστορική επιστήμη» έχει μια μακρά και ενδιαφέρουσα εξελικτική πορεία τόσο στη Δύση, όσο και στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Μπορούμε –όχι αβάσιμα– να υποστηρίξουμε ότι η αναστάτωση και η ριζοσπαστικότητα που επέφερε ο μαρξισμός στη θεώρηση, κατανόηση και ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων ήταν μια αντίστοιχη της κοινωνικής επανάστασης μέσω της μαρξιστικής ιδεολογίας. Ο Μαρξ δεν υπήρξε ωστόσο ένας «επαγγελματίας» ιστορικός. Η σχέση του με την ιστορία συμβαδίζει με τη φιλοσοφική του παιδεία. Εκεί θα ανακαλύψει –έπειτα από επίπονη, διά βίου σπουδή στην αρχαία ελληνική σκέψη– τις αφετηριακές μήτρες των υλιστικών και ιδεαλιστικών θεωριών των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και θα διαμορφώσει τις διαλεκτικές τους διασταυρώσεις στο πλαίσιο μιας φιλοσοφίας της ιστορίας. Με την τεράστια αφομοιωτική ικανότητα που διαθέτει και την εκπληκτική του γλωσσομάθεια (γνωρίζει άριστα την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα), θα εντάσσει διαδοχικά και θα συμφύρει κριτικά και επιλεκτικά ιδέες από την αρχαία ελληνική σκέψη μέχρι τη νεοεγελιανή και τη σύνολη ευρωπαϊκή φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη, για να μορφοποιήσει τη δική του κοσμοθεώρηση, όντας ένας από τους μεγαλύτερους θεμελιωτές των κοινωνικών επιστημών. Σταθερά όμως θα παραμένει θαυμαστής του κλασικού ιδεώδους, προσπαθώντας να συμφιλιώσει αντιθέσεις και ερωτήματα που προκύπτουν. Το έργο του πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, που θα κορυφωθεί με τη διδακτορική του διατριβή, Η Διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, δεν θα είναι μια απλή βιβλιογραφική συσσώρευση απόψεων, αλλά η ανακάλυψη του υλιστικού πυρήνα της δημοκρίτειας και της ανώτερής της επικούρειας φιλοσοφίας, μέσω της οποίας, αργότερα, έχοντας μεθερμηνεύσει τον εγελιανό ιδεαλισμό, θα αναχθεί στη θεωρητική ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού και στην αντίθεση προς κάθε θρησκεία, σε μια διά βίου, έκτοτε, μαχόμενη «εγκοσμιολατρία».
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μαρξ αρθρώνει την ανθρώπινη αυτονομία και καθιστά τον άνθρωπο υπεύθυνο για την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών της ζωής του. Η θεμελίωση της οικονομικής ερμηνείας της ιστορίας πάνω σε ένα μοντέλο συνάρθρωσης ιστορίας, πολιτικής, οικονομίας υπήρξε για τον Μαρξ το θεωρητικό εργαλείο με το οποίο θα κατανοούσε τη «μοίρα» των ανθρώπων –κυρίως των μειονεκτικών κοινωνικών τάξεων– μέσα στην ιστορία και θα απεργαζόταν την επαναστατική αλλαγή της.
Πέρα από την όποια κριτική της μαρξιστικής αντίληψης για την ιστορία –που σε κανένα σημείο της δεν είναι μονοδιάστατη– η προσφορά της υπήρξε –και εξακολουθεί να είναι– μοναδική στο αναθεωρητικό και πολυφωνικό ανάπτυγμα της σύγχρονης διεθνούς ιστοριογραφίας. Η διαλεκτική των μαρξισμών –Δυτικού και Ανατολικού– αναμφισβήτητα διεύρυνε και απαγκύλωσε την επιστημονική ιστορία από προκαταλήψεις και μονομερείς θεωρήσεις, προσφέροντας το πιο γόνιμο πεδίο κριτικής των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών αλλά και τη δυνατότητα απελευθερωμένης, ανανεωτικής προσέγγισης των αρχαίων κοινωνιών κάτω από το πρίσμα της υλικής κουλτούρας.
Σ’ αυτήν ακριβώς την κατηγορία εντάσσεται και η παρούσα επιστημονική έκδοση, Σοβιετικοί ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα. Όλες οι εργασίες που περιλαμβάνονται στον τόμο συγκροτούν μια σοβαρή προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του βασικού πολιτικού θεσμού της αρχαιότητας – την οργάνωση της Πόλεως- Κράτους, που θα αποτελέσει τον κύριο φορέα της πολιτικοκοινωνικής εξέλιξης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Και πεδίο θεωρητικής διεργασίας και πραξιακής άσκησης του τρόπου και των μορφών οργάνωσης της εξουσίας. Επομένως η Πόλις-Κράτος δεν δηλώνει απλώς την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης στον χώρο, αλλά και τη λειτουργία μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων κάτω από μια μορφή εξουσίας, στην οποία εναπόκειται η συνεκτική και αρμονική εν δικαίω συνύπαρξη του συνόλου.
Προσφέρει, στην τωρινή ταραγμένη ανθρωπότητα, ένα πρόσφορο πεδίο συγκρίσεων, που πέρα από τη γοητεία της έρευνας ενέχει και τη δυναμική του «προοράν», που η «ανάγνωση» της ιστορίας προάγει.
Έτσι, στο εισαγωγικό κεφάλαιο της παρούσας έκδοσης (σ. 9-43), ο ιστορικός Γ. Κοσιλένκο θα διερευνήσει με συστηματικό τρόπο την εννοιολόγηση των όρων Πόλις και Κράτος, τη φύση, την ανέλιξη και τις μεταμορφώσεις της μέσα στον χρόνο και τον τόπο (Αθήνα, Σπάρτη). Και στο πλαίσιο λειτουργίας των δουλοκτητικών σχέσεων, των μεταλλαγών του θεσμού της ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης και λειτουργίας ενός συστήματος άμεσης δημοκρατίας, μέχρι την προϊούσα κρίση της κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Στο πρώτο κεφάλαιο (σ. 45-88), η Γ. Πολιακόβα παρακολουθεί την ιστορική πορεία των αρχαίων ελληνικών κοινωνιών από την περίοδο της πτώσης των μυκηναϊκών ανακτόρων (12ος αιώνας) μέχρι την εμφάνιση μιας νέας –αδιαμόρφωτης ακόμα– μορφής κοινωνικής οργάνωσης: της Πόλεως-Κράτους (μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα), η οποία θα μορφοποιηθεί με τα δομικά της χαρακτηριστικά δύο αιώνες αργότερα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (σ. 89-112), ο Γ. Αντρέγιεφ θα μελετήσει σε βάθος τις δομές και τη λειτουργία της πιο μυστηριώδους και ασυνήθους Πόλεως-Κράτους, της Σπάρτης, γεγονός που για τους ιστορικούς του 19ου αιώνα και μεταγενέστερα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον «ως το πρώτο σχεδόν παράδειγμα πολιτικής μυθοποίησης στην ιστορία της ανθρωπότητας» (σ. 90). Ο ιστορικός εξετάζει συγκριτικά την περίπτωση της Σπάρτης σε σχέση με κείνη της Αθήνας, μέσα από τις ιδιαιτερότητες της οικονομίας και της διάθεσης της γης, της λειτουργίας δουλοποίησης του αγροτικού προλεταριάτου και γενικότερα της πολιτικής της συγκρότησης.
Ο Γ. Κοσιλένκο, στο κεφάλαιο 3 (σ. 113-143), παρακολουθεί τη μετάβαση από τις αρχαϊκές δομές της προκλασικής Πόλεως-Κράτους στη δημιουργία μιας εύρωστης, δυναμικής, στην οικονομική της ζωή, Πόλεως, τη δημιουργία της αγοράς και των συνακόλουθων σχέσεων εκμετάλλευσης μεταξύ της τάξης των άμεσων παραγωγών και των μεσαζόντων εμπόρων (σ. 120). Και βέβαια τον δημογραφικό διαχωρισμό μεταξύ των κατοίκων της πόλης και των κατοίκων της υπαίθρου, τον βαθμό αυτονομίας, τον χαρακτήρα της παραγωγής και διακίνησης των αγαθών, τη βιοτεχνική-εμπορική, σε σχέση με τη γεωργική, φυσιογνωμία της Πόλεως, θεωρώντας συγκριτικά τις δομές Αθήνας και Σπάρτης.
Στο κεφάλαιο 4 (σ. 145-229), ο Β. Αντρέγιεφ, διατρέχοντας όλες τις διαφορετικές μεταξύ τους πηγές που αναφέρονται στην ιστορία της αγροτικής ζωής της Αττικής των κλασικών χρόνων, θα αναδείξει την προτεραιότητα της γης ως βασικής μορφής ιδιοκτησίας (γαιοκτησία), τις ταξικές κλίμακες με βάση την ανισομερή κατανομή της γης, τη λειτουργία θεσμικών μηχανισμών περιορισμού της υπερσυγκέντρωσης γης ή των προϋποθέσεων υποθήκευσης της περιουσίας για χρέη. Θα φωτίσει επίσης τις σχέσεις άστεως-υπαίθρου, τη δομή των οικονομικών συναλλαγών, την ανάπτυξη και την κρίση της αγροτικής οικονομίας, αξιοποιώντας στο σύνολο της μελέτης μια θαυμαστή διαλεκτική των πηγών.
Συνιστάται ένθερμα ως εργαλείο διεπιστημονικής έρευνας, αλλά και ως ευχάριστη πηγή γνώσης του αρχαίου κόσμου για κάθε αναγνώστη.
Τον σημαντικό ρόλο της Αθηναϊκής Ηγεμονίας και της Δημοκρατίας των Αθηναίων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας θα παρακολουθήσουμε στο κεφάλαιο 5 (σ. 231-274). Ο ιστορικός Μ. Κοντρατιούκ, έπειτα από ανασκόπηση της υπάρχουσας εκτεταμένης βιβλιογραφίας γύρω από το ζήτημα της ανάδυσης της αθηναϊκής Αρχής, την κριτική ανάγνωση των αρχαίων πηγών και την ανάγνωση της τετράτομης έκδοσης των αθηναϊκών φορολογικών καταλόγων, συγκροτεί την ανιούσα πορεία της Αθηναϊκής Συμμαχίας, το θεσμικό καθεστώς συσπείρωσης των συμμαχικών πόλεων γύρω απ’ αυτήν, τη φύση και τα μέσα άσκησης ελέγχου, την προϊούσα ενίσχυση του οικονομικού ελέγχου στις συμμαχικές πόλεις και τις συνακόλουθες αντιδράσεις απόσχισής τους με τα βίαια γεγονότα που λάβαιναν χώρα σε κάθε περίπτωση αποστασίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεκμηριωμένη άποψη του ιστορικού για την ευνοϊκή στάση του δήμου των συμμαχικών πόλεων απέναντι στην Αθήνα. Και η επισήμανση ότι ο έλεγχος –στρατιωτικός, πολιτικός, οικονομικός– της Αθηναϊκής Αρχής ασκούνταν κυρίως από τα θεσμικά όργανα έκφρασης του δήμου: Ηλιαία, Βουλή των Πεντακοσίων, Εκκλησία του Δήμου, από την οποία περνούσαν για έγκριση όλα τα ψηφίσματα που αφορούσαν την Αθηναϊκή ναυτική Συμμαχία.
Θα ακολουθήσει (κεφάλαιο 6, σ. 275-316), η μελέτη της Λ. Γκλούσκινα για τα προβλήματα κρίσης της Πόλεως, όπως επισημαίνονται από το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα. Υπερβαίνοντας την περίπτωση της Αθήνας, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως από τους ιστορικούς ως μοντέλο για την ανατομία της κρίσης του πολιτικού θεσμού της Πόλεως, θα επισημάνει τα βασικά στοιχεία γένεσης της Πόλεως, ώστε να παρακολουθήσει εξελικτικά τις μεταβολές της και το πέρασμα από μια κλειστή κοινότητα πολιτών –σύστημα μικρών, αυτόνομων πολιτικών σχηματισμών– στο ανοιχτό σύστημα των ελληνιστικών κρατών.
Το γεγονός της κρίσης της Πόλεως συνδέεται και με μια νέα ιδεολογική μεταβολή στην ύστερη κλασική περίοδο, που θα οδηγήσει στη σχηματοποίηση της ιδέας του Πανελληνισμού, μια ριζοσπαστική αντίληψη που υπαγορεύει την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός πολιτικού όλου των Ελλήνων, μια μορφή πανελληνικής ένωσης, που θα αναλάμβανε κατακτητική εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων. Αυτό το ζήτημα πραγματεύεται στο 7ο κεφάλαιο (σ. 317-375) ο Ε. Φρολόφ, αρχίζοντας από τις προβαθμίδες της ιδέας του Πανελληνισμού στα χρόνια ακμής της αθηναϊκής Πόλεως (5ος αιώνας) για να ανατάμει τις ποικίλες εκδοχές και εκφάνσεις της κατά την περίοδο κρίσης του θεσμού της Πόλεως (στο μεταίχμιο 5ου και 4ου αιώνα) μέχρι τη μακεδονική κυριαρχία. Εξηγεί την αδυναμία πλέον της Πόλεως να υλοποιήσει την ενωτική ιδέα του Πανελληνισμού και αναλύει τον ρόλο της Μακεδονίας και τη διαχείριση της ιδέας από τους Μακεδόνες βασιλιάδες ως «ένα διπλωματικό tour de force», που δεν λειτούργησε υπέρ όλων των Ελλήνων, αλλά για την πραγμάτωση των ιδίων τους κρατικών στόχων (σ. 375).
Το σύνολο των ιστορικών μελετών που περιλαμβάνονται στον τόμο αντιπροσωπεύουν τις καλύτερες στιγμές της κριτικής και διαλεκτικής μαρξιστικής σκέψης. Εκφράζουν την ωριμότητα και την πολυπρισματικότητα των θεωρήσεων των Σοβιετικών ιστορικών, λίγο πριν από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, προϊόν μιας μακράς πορείας πολιτικοκοινωνικών διεργασιών και ακαδημαϊκών ανταλλαγών με το δυτικό μαρξιστικό περιβάλλον της ιστορικής έρευνας. Άλλωστε, από τη δεκαετία του 1950, κυρίως, παρατηρείται και στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ (Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία, Σοβιετική Ένωση) μια επιστημονική απελευθέρωση από την ιδεολογική χειραγώγηση και ένα τολμηρά γόνιμο δούναι και λαβείν –η εύκαρπη ακαδημαϊκή συνομιλία– με τις ιστοριογραφικές τάσεις της δυτικής κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας.
Μακριά από τα ασθματικά σχήματα των πρώτων «νομιμόφρονων» δεκαετιών, που εκβάλλουν στην ιστοριογραφία, οι μελέτες του τόμου λειτουργούν υποδειγματικά και προς την «ιδεολογία» μιας διαλεκτικής συγκλίσεων και έντιμης αποτίμησης της ιστορίας, ώστε να καταστεί οδηγός κατανόησης του ιστορικού παρόντος και του μέλλοντος. Άλλωστε, το σημείο στο οποίο «σταθμεύει» η παρούσα έκδοση –στο ιδεολογικό φαινόμενο του Πανελληνισμού, που προϋπέθετε την παγίωση ειρήνης και συναινέσεων–, προσφέρει, στην τωρινή ταραγμένη ανθρωπότητα, ένα πρόσφορο πεδίο συγκρίσεων, που πέρα από τη γοητεία της έρευνας ενέχει και τη δυναμική του «προοράν», που η «ανάγνωση» της ιστορίας προάγει. Γι’ αυτό η έκδοση, σε μια γλώσσα άρτια επιστημονικά, διαυγή στην κατανόηση, στο κέντρισμα του απορείν και στην τεκμηριωμένη συλλογιστική που παράγουν οι συμμετέχοντες ιστορικοί, συνιστάται ένθερμα ως εργαλείο διεπιστημονικής έρευνας, αλλά και ως ευχάριστη πηγή γνώσης του αρχαίου κόσμου για κάθε αναγνώστη. Άλλωστε η ιστορία, όσο μακρινή και αν φαντάζει, δεν είναι παρά ένα κάτοπτρο αυτογνωσίας και –είθε– αυτοβελτίωσης για όλους.