του Πλάτωνα Καραντάνη, μέλους του Γενικού Συμβουλίου του Συλλόγου “Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό”
Το παρόν κείμενο δεν έχει σκοπό να εξαντλήσει το θέμα αδειών – διακοπών στην ΕΣΣΔ αλλά να φωτίσει όσο πιο συνοπτικά γίνεται το ζήτημα και να επικεντρωθεί στο πως αξιοποιούνταν από τους φοιτητές – σπουδαστές η περίοδος των διακοπών. Ευκταίο θα ήταν να καταθέσουν και άλλοι συναπόφοιτοι – συναπόφοιτες την εμπειρία τους από την περίοδο των διακοπών στις σοσιαλιστικές χώρες.
Ένα από τα πρώτα διατάγματα του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων που εκδόθηκε στις 14 Ιούνη του 1918 ήταν το διάταγμα που αφορούσε τις άδειες των εργαζομένων. Με αυτό καθοριζόταν ότι όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνταν άδεια 12 ημερών σε οποιαδήποτε περίοδο του χρόνου. Η μικρή διάρκεια που καθόριζε το διάταγμα εξηγείται αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες που κυριαρχούσαν τότε στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία (ανάγκη ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας από τις καταστροφές που είχε επιφέρει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η έλλειψη επαρκών υποδομών -για τις διακοπές- οι οποίες είχαν ενταχθεί στο γενικότερο σχεδιασμό της στεγαστικής πολιτικής κλπ.).
Στην πορεία του χρόνου οι μέρες αδείας – διακοπών αυξάνονταν και έφτασαν τις 24 μέρες για όλους του εργαζόμενους εκτός από κάποιες κατηγορίες εργαζομένων που δούλευαν σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα που οι ημέρες άδειας – διακοπών έφταναν τις 30 έως 36. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ημέρες άδειας – διακοπών επηρεάζονταν και από την απόσταση τόπου διαμονής – τόπου διακοπών και αυτό κατά βάση -αυξητικά- ίσχυε για τα χρόνια εκείνα που δεν έχει επιτευχθεί η αεροπορική διασύνδεση μεταξύ διαφόρων περιοχών.
Από τη στιγμή που είχαν διαμορφωθεί οι υποδομές (ξενοδοχεία, σανατόρια, κοιτώνες – κατασκηνώσεις, κάμπινγκ – ιδιαίτερα δημοφιλές στη νεολαία που, σε οργανωμένη μορφή, εμφανίστηκε τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχές ‘80 προκειμένου να περιοριστεί το ελεύθερο – άναρχο κάμπινγκ και να εξασφαλιστούν στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας- κλπ.) το κόστος των διακοπών στο οποίο περιλαμβάνονταν η μετακίνηση, η διαμονή, η διατροφή και σε αρκετές περιπτώσεις πρόγραμμα περιηγήσεων (ανάλογα τις συμφωνίες που είχαν πετύχει από κοινού η διεύθυνση της παραγωγικής μονάδας και τα συνδικάτα με τα αντίστοιχα ξενοδοχεία, σανατόρια κλπ.) στον εργαζόμενο αντιστοιχούσε περίπου στο 30% του μηνιαίου μισθού. Οι εργαζόμενοι μπορούσαν να πάρουν την άδειά τους είτε ολόκληρη είτε σπαστά ώστε να συνδυάσουν καλοκαιρινές και χειμερινές διακοπές, είτε ακόμα για βοήθεια στα νοικοκυριά των οικείων τους.
Στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση ως τόποι διαμονής κατά την περίοδο των διακοπών των εργαζομένων αξιοποιούνταν οι επαύλεις και τα ανάκτορα των τσάρων και των διαφόρων ευγενών στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας αλλά και αλλού ή ήδη υπάρχοντα ξενοδοχεία, σανατόρια. Σιγά-σιγά άρχισαν να κατασκευάζονται καινούργια ξενοδοχεία, σανατόρια και κοιτώνες-κατασκηνώσεις.
Πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν και μορφές διακοπών που είχαν άμεση σχέση με την υγεία. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν επηρέαζε το μισθό των εργαζομένων, π.χ. άδειες μητρότητας ή άδειες κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι βρίσκονταν στα λεγόμενα προφυλακτήρια. Τι ήταν αυτά τα προφυλακτήρια; Ήταν εγκαταστάσεις -δίπλα σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες όπου οι εργασίες υπάγονταν στα βαρέα και ανθυγιεινά (π.χ. εξορυκτικές μονάδες, μονάδες επεξεργασίας μετάλλων κλπ.), παράλληλα με τις πολυκλινικές που διέθεταν αυτές οι μονάδες- από τα οποία περνούσαν σταδιακά όλοι οι εργαζόμενοι της μονάδας για διάστημα 15 ημερών, με παραμονή σε αυτές τις εγκαταστάσεις και με αυστηρό πρόγραμμα, δηλαδή πρωινό εγερτήριο, γυμναστική, ιατρικές εξετάσεις, διατροφή και σε ειδικές περιπτώσεις και ειδική διατροφή, περιηγήσεις, θεατρικές παραστάσεις κλπ. Ήταν στην ουσία κέντρα προφύλαξης και ενίσχυσης της υγείας των εργαζομένων σε αυτές τις μονάδες. Αν οι ιατρικές εξετάσεις έδειχναν παράγοντες επιδείνωσης της υγείας των εργαζομένων που οφείλονταν στις συνθήκες και το περιβάλλον εργασίας τους προέτρεπαν και φρόντιζαν για την αλλαγή εργασίας ή και τόπου εργασίας.
Άλλη μορφή που και αυτή ήταν συνδεδεμένη με την υγεία ήταν τα σανατόρια στα οποία προσανατολίζονταν εργαζόμενοι με χρόνιες παθήσεις π.χ. ρευματοπάθειες, πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες κλπ. και ευρίσκονταν σε ειδικά επιλεγμένες περιοχές από το Υπουργείο Υγείας. Στα σανατόρια, όπως και στα ξενοδοχεία, και στους κοιτώνες οι εργαζόμενοι πλήρωναν το 30% περίπου του μισθού τους.
Μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις Λήπερμαν (επί Χρουστσόφ) και αργότερα του Κοσίγκιν που οι παραγωγικές μονάδες είχαν αρχίσει δυστυχώς να μπαίνουν στις ράγες της αγοράς, οι εργαζόμενοι σε κάποιες επιχειρήσεις που παρουσίαζαν μεγαλύτερα κέρδη πλήρωναν αρκετά λιγότερα, σε σχέση με άλλους εργαζόμενους, ανάλογα με το κέρδος της κάθε παραγωγικής μονάδας η οποία κάλυπτε όλο και μεγαλύτερο μερίδιο όσον αφορά τις άδειες και τις διακοπές των εργαζομένων με τη μορφή πριμ.
Φοιτητικές διακοπές
Τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση την περίοδο των διακοπών οι φοιτητές ήταν ενταγμένοι στο πρόγραμμα της πάλης κατά του αναλφαβητισμού και έτσι πήγαιναν σε περιοχές της σοβιετικής Ρωσίας που υπήρχε οξυμένο το πρόβλημα.
Στα επόμενα χρόνια που το πρόβλημα του αναλφαβητισμού αμβλύνθηκε οι φοιτητές απέκτησαν πολλές επιλογές για την περίοδο των διακοπών: Μπορούσαν να πάνε στους οικείους τους άμα ο τόπος σπουδών τους δεν ήταν ο τόπος μόνιμης διαμονής τους. Είτε μπορούσαν να πάνε σε κάποιο εργοστάσιο να δουλέψουν για την περίοδο των διακοπών. Είτε να ενταχθούν στις λεγόμενες φοιτητικές οικοδομικές μπριγάδες, είτε μπορούσαν να πάνε στους κοιτώνες-κατασκηνώσεις «εργασίας και ανάπαυσης» ή ακόμα να πάνε ένα 20ήμερο στις φοιτητικές κατασκηνώσεις -σημειωτέων ότι αυτές οι φοιτητικές κατασκηνώσεις λειτουργούσαν την περίοδο των διακοπών σε τρεις βάρδιες, δηλαδή τρία 20ήμερα ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των φοιτητών που δήλωναν συμμετοχή.
Πριν το τέλος του ακαδημαϊκού έτους οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δήλωναν πως θέλουν να περάσουν την περίοδο των διακοπών τους στις πρυτανικές αρχές και στο συνδικάτο καθηγητών-φοιτητών για να μπορέσει να οργανωθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή η περίοδος καθώς εκ των προτέρων είχαν γνώση των αναγκών που υπήρχαν στα εργοστάσια της περιοχής, τις ανάγκες που υπήρχαν για οικοδομικές εργασίες για την αποστολή φοιτητικών οικοδομικών μπριγάδων, τις ανάγκες για εποχικούς εργάτες στις λεγόμενες κατασκηνώσεις «εργασίας και ανάπαυσης» ή ακόμα είχαν ρυθμίσει τα θέματα μεταφοράς, διαμονής, διατροφής και πολιτιστικού προγράμματος στις φοιτητικές κατασκηνώσεις.
Επιτρέψτε μου να καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία από τις φοιτητικές διακοπές στην ΕΣΣΔ καθώς τα χρόνια που σπούδαζα (1976-1982) το ελληνικό κράτος δεν μας αναγνώριζε ως φοιτητές και ως εκ τούτου δεν μας έδινε αναβολή από το στράτευμα, πολύ δε περισσότερο που στην Ελλάδα «έτρεχαν» τα Στρατοδικεία ερήμην και για κάποιους το ελληνικό κράτος είχε ζητήσει από τη σοβιετική κυβέρνηση την απέλασή τους στην Ελλάδα, πράγμα που οι σοβιετικοί αρνήθηκαν να πραγματοποιήσουν.
Έτσι, λοιπόν, τελειώνοντας το προκαταρκτικό, στο Κίεβο, δήλωσα και πήγα για 20 μέρες σε κατασκήνωση «εργασίας και ανάπαυσης». Ήταν σε ένα σοβχόζ στην Κριμαία κοντά στο Νικολάγιεφ. Το συγκεκριμένο σοβχόζ είχε κατά βάση παραγωγή οπωροκηπευτικών. Το γκρουπ μας ήταν φοιτητές από διάφορες χώρες. Διαμέναμε στις αίθουσες ενός σχολείου που είχαν διαμορφωθεί ειδικά για τη φιλοξενία μας (μέναμε 6 άτομα ανά αίθουσα) και τρώγαμε στην τραπεζαρία του σχολείου.
Το ημερήσιο πρόγραμμά μας ήταν το ακόλουθο: Εγερτήριο στις 6 το πρωί, ακολουθούσε ένα μισάωρο γυμναστικής, στη συνέχεια παίρναμε το πρωινό μας και μετά μας πήγαιναν στους χώρους όπου έπρεπε να μαζέψουμε τη συγκομιδή. Στους χώρους φτάναμε κατά τις 8 το πρωί και για ένα τρίωρο μαζεύαμε φρούτα. Το πλάνο που έβαζαν για μας τους ξένους φοιτητές για το τρίωρο ήταν 7 γεμάτα καφάσια με φρούτα. Δεν μαζεύαμε κάθε μέρα το ίδιο φρούτο, αυτό εξαρτιόταν από την πορεία της συγκομιδής, από την κάλυψη ή υπερκάλυψη των πλάνων. Κατά βάση αυτό που ήμασταν χρεωμένοι να μαζέψουμε ήταν ροδάκινα, κεράσια, βύσσινα, κορόμηλα. Παράλληλα με μας δούλευαν οι εργαζόμενοι του σοβχόζ, άλλοι φοιτητές. Την πρώτη μέρα μετά δυσκολίας πιάσαμε το πλάνο μας καθώς μας έτυχε να μαζεύουμε ροδάκινα. Τις επόμενες μέρες το υπερκαλύπταμε καθώς υπήρχε άμιλλα. Μάλιστα για την εργασία μας αυτή υπήρξε και αμοιβή όμως πήραμε ομόφωνη απόφαση η αμοιβή μας να διατεθεί στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης. Μετά τις 11 το πρωί πηγαίναμε για μπάνιο σε παρακείμενη λίμνη ή στο ποτάμι, Επιστρέφαμε κατά τις 1 το μεσημέρι για φαγητό και κατά τις 3 ανάλογα το τι περιλάμβανε το πρόγραμμα, εκδρομή-ξενάγηση, άλλες δραστηριότητες. Έτσι επισκεφθήκαμε τη Λεβάδια όπου πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη της Γιάλτας -όπως έμεινε στην ιστορία- την ξενάγηση μας την έκανε ένας βετεράνος του πολέμου ο οποίος ήταν παρών στη Συνδιάσκεψη καθώς υπηρέτησε και εκεί. Μια άλλη μέρα μας πήγαν στο Νικολάγιεφ, εκεί επισκεφθήκαμε το λιμάνι και τα ναυπηγεία όπου μας έγινε ξενάγηση, εκεί κατορθώσαμε να κάνουμε και μπάνιο στη θάλασσα. Πήγαμε ολοήμερη εκδρομή στη Βίνιτσα όπου μας έγινε ξενάγηση στην πόλη και επισκεφθήκαμε το Ιατρικό Ινστιτούτο της περιοχής στο οποίο βρίσκεται και το μαυσωλείο του Πιρογκόφ, μεγάλου νευροχειρουργού, και επισκεφθήκαμε την αίθουσα στην οποία γινόταν το μάθημα ανατομίας και παρακολουθήσαμε όσοι αντέξαμε λίγο από το μάθημα. Περιηγηθήκαμε και σε άλλα μέρη αλλά για οικονομία χώρου δεν θα αναφερθώ. Τα Σαββατοκύριακα υπήρχε πολιτιστικό πρόγραμμα από το πολιτιστικό κέντρο του σοβχόζ, Τοπικοί χοροί, τραγούδια από ερασιτεχνικά σχήματα των εργαζομένων του σοβχόζ και στη συνέχεια ακολουθούσε ντισκοτέκ.
Για τη συγκεκριμένη μορφή (εργασία και ανάπαυση) δεν χρειάστηκε να πληρώσουμε κάτι καθώς τα έξοδα τα είχε καλύψει το σοβχόζ.
Μετά το πρώτο έτος στο Λένινγκραντ επέλεξα να πάω στη φοιτητική κατασκήνωση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Λένινγκραντ, στο Μπουρεβέστνικ (μτφ. κορυδαλλός) έτσι ονομαζόταν η κατασκήνωση σε μια τοποθεσία στη Μαύρη Θάλασσα κοντά στο Σότσι, ανάμεσα στις πόλεις Τουαπσέ (όπου υπήρχε και εμπορικό λιμάνι) και Λαζάροφσκογιε. Το κόστος για τη διαδρομή πήγαινε – έλα, τη διαμονή, τη διατροφή (3 γεύματα), το πρόγραμμα περιηγήσεων αντιστοιχούσε στο 30% (27 ρούβλια) της υποτροφίας που μας έδιναν ως φοιτητές ύψους, 90 ρούβλια. Τα επόμενα έτη ήταν στις επιλογές μου αυτή κατασκήνωση καθώς τη συνδύαζα και με ένα μήνα σε δουλιά στα εργοστάσια.
Η διαδρομή με το τρένο από το Λένινγκραντ στο Μπουρεβέστνικ διαρκούσε 2 μέρες με ενδιάμεσους σταθμούς και είχαμε τη δυνατότητα να θαυμάσουμε τα σοβιετικά τοπία, πόλεις και χωριά που συναντούσε το τρένο στη διαδρομή του.
Η τοποθεσία που βρισκόταν το Μπουρεβέστνικ ήταν υπερυψωμένη σε σχέση με τη παραλία και καθημερινά ανεβοκατεβαίναμε 40 πλατύσκαλα για να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα. Η κατασκήνωση βρισκόταν σε μια δασώδη έκταση και αποτελούνταν από ένα συγκρότημα 4 τριώροφων κτιρίων και βοηθητικούς χώρους. Σε αυτήν υπήρχε μια τεράστια τραπεζαρία με ικανότητα να εξυπηρετεί ταυτόχρονα 400 άτομα, κινηματοθέατρο, γήπεδο ποδοσφαίρου, στίβος, γήπεδο μπάσκετ, βόλεϊ, τένις, πλατεία για τις χορευτικές βραδιές. Επίσης υπήρχε και ένα μαγαζί όπου μπορούσες να αγοράσεις χυμούς, ψωμί, σαλάμια, τυριά, κονσέρβες, τσιγάρα, ποτά, μαγιό, αντιηλιακά κλπ. και είχε και τραπεζοκαθίσματα. Ξεχωριστή θέση στην κατασκήνωση είχαν τα αεράρια όπου εκεί πραγματοποιόντουσαν συζητήσεις, γίνονταν αγώνες σκάκι, ντόμινο κλπ.
Την πρώτη μέρα οι μεγάλες κοινότητες (Ευρωπαίοι, Ασιάτες, Αφρικανοί, Λατινοαμερικάνοι, Άραβες) εκλέγαν τους αντιπροσώπους τους από τους οποίους εκλεγόταν το Συμβούλιο της κατασκήνωσης (συνήθως ήταν 11μελές) στο οποίο συμμετείχαν ακόμα ο υπεύθυνος από την Κομσομόλ και ο υπεύθυνος από τις πρυτανικές αρχές. Ευθύνη του Συμβουλίου ήταν η εύρυθμη λειτουργία της κατασκήνωσης αλλά και του όλου προγράμματος μαζί με την διοίκηση της κατασκήνωσης. Οριζόντουσαν υπεύθυνοι οργανωτές των πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων εντός της κατασκήνωσης καθώς και οι υπεύθυνοι για τις εκδρομές ξεναγήσεις.
Παράλληλα στην κατασκήνωση υπήρχε ιατρείο για τις πρώτες βοήθειες, ναυαγοσώστες, αλλά και άτομα επιφορτισμένα να μάθουν κολύμβηση όσους από τους κατασκηνωτές δεν ήξεραν (συνήθως ήταν προπονητές κολύμβησης ή πρωταθλητές, μια χρονιά έτυχε να είναι ο προπονητής του Σάλνικοφ, του πρώτου κολυμβητή στον κόσμο που έσπασε το φράγμα των 15 λεπτών στα 1500 μέτρα ελεύθερης κολύμβησης).
Δεν υπήρχε μέρα χωρίς έστω και μια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην κατασκήνωση.
Το ημερήσιο πρόγραμμα περιλάμβανε πρωινό εγερτήριο στις 7, γυμναστική, πρωινό γεύμα από τις 7.30 – 9.00πμ και στη συνέχεια ακολουθούσαμε το πρόγραμμα που υπήρχε, δηλαδή αν το πρωινό ήταν ελεύθερο πηγαίναμε στην παραλία, αν είχε εκδρομή, αν είχε άλλες δραστηριότητες συμμετείχαμε σε όποια από τις δραστηριότητες ήταν προγραμματισμένες που ήταν πολλές και ποικίλες. Μπορούσε ταυτόχρονα στο χώρο της κατασκήνωσης να πραγματοποιούνται συζητήσεις για θέματα της επικαιρότητας ή γνωριμίας με τη ζωή στις χώρες από τις οποίες προέρχονταν οι φοιτητές, αθλητικές δραστηριότητες, καλλιτεχνικής δημιουργίας κλπ.
Αξέχαστες θα μείνουν οι εκδρομές στο Νόβιι Αφόν (μτφ. Νέος Άθως) στο τεράστιο σπήλαιό του με τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες, τη μεγάλη αίθουσα με την καταπληκτική ακουστική όπου δίνονταν συναυλίες κλασικής μουσικής, χορωδιών και παραστάσεις. Σε κάποιο σημείο το σπήλαιο είχε τρία επίπεδα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα και εκεί βρίσκονταν στο κάτω-κάτω επίπεδο η παλαιοημερολογήτικη εκκλησία, στο μεσαίο η καθολική και στο πάνω επίπεδο η ορθόδοξη. Όπως αξέχαστες θα μείνουν οι επισκέψεις στη καταγάλανη λίμνη Ρίτσα, γνωστή και από την πρόσφατη ιστορία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Ελλάδα στην περίοδο της κατοχής και της ένοπλης ταξικής πάλης. Οι εκδρομές στο Σότσι, στο Τουαπσέ και αλλού Ακόμα το καλοκαίρι του 1980 στην κατασκήνωση πραγματοποιήσαμε μικρούς Ολυμπιακούς Αγώνες ακολουθώντας όλο το τελετουργικό (αφή ολυμπιακής φλόγας, λαμπαδηδρομία, και φυσικά αγώνες) την επιμέλεια του τελετουργικού είχε αναλάβει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανεπιστημίου, πρώην ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Από τις φοιτητικές οικοδομικές μπριγάδες δεν είχα προσωπική εμπειρία όμως η πλειοψηφία των σοβιετικών φοιτητών τις προτιμούσαν καθώς και αρκετοί ξένοι. Από τις αφηγήσεις τους οι συνθήκες ήταν αρκετά δύσκολες γιατί πηγαίναν στις ασιατικές περιοχές της ΕΣΣΔ, για την οικοδόμηση κυρίως υποδομών (πχ. σχολεία, παιδικοί σταθμοί, διάνοιξη δρόμων κλπ.) και βεβαίως οι αμοιβές ήταν πολύ υψηλές -καθώς υπήρχαν συγκεκριμένα συμβόλαια- σε σύγκριση με τη δουλειά σε ένα εργοστάσιο.
Όπως προανάφερα κάποιες χρονιές τις καλοκαιρινές διακοπές τις συνδύασα και με δουλειά στα εργοστάσια. Τη μια χρονιά από ένα κατάλογο παραγωγικών μονάδων επέλεξα να δουλέψω σε κλωστήριο -υφαντουργείο και μάλιστα ζήτησα να δουλέψω στο βαφείο καθώς οι άλλες δουλειές ήθελαν εκμάθηση-εξειδίκευση, ενώ στο βαφείο δεν χρειαζόταν εξειδίκευση απλώς αυτό που χρειαζόταν ήταν να βάζουμε τις μπομπίνες με τις κλωστές σε ειδικές υποδοχές και τις βουτούσαμε στο χρώμα που ήθελαν. Σε αυτό το χώρο ήταν υποχρεωτική η μάσκα για τις αναθυμιάσεις από τα χρώματα και κάθε ώρα κάναμε διάλειμμα υποχρεωτικώς και βγαίναμε στον καθαρό αέρα πριν τη λήξη της βάρδιας ήταν υποχρεωτικό το μπάνιο και μας έδιναν και από ένα λίτρο γάλα. Τα λεφτά ήταν καλά για τη συγκεκριμένη δουλειά, για το 20ήμερο που δούλεψα εκεί πήρα 220 ρούβλια.
Την άλλη χρονιά επέλεξα μια μεγάλη εκτυπωτική μονάδα και εκεί με έβαλαν αρχικά να δουλέψω στην αποθήκη όμως επειδή η δουλειά ήταν πολύ βαριά και εγώ πολύ αδύνατος (το να κυλήσεις ένα ρολό χαρτί που ζύγιζε 650 κιλά ή να το στρίψεις ήθελε πέρα από την τεχνική και μυϊκή δύναμη) με έστειλαν στο γραφείο εξυπηρέτησης των εργαζομένων που διέθετε αυτή μονάδα. Τι δουλειά επιτελούσε αυτό γραφείο: οι εργαζόμενοι προσερχόμενοι στη δουλειά περνούσαν από αυτό το γραφείο και άφηναν κατάλογο με τα ψώνια της ημέρας ή τις εβδομάδας και το γραφείο αυτό έστελνε φορτηγά της μονάδας και πήγαιναν στις αποθήκες τροφίμων και εξασφάλιζαν τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει οι εργαζόμενοι. Στο τέλος η αμοιβή μου, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν πολύ καλή αφού πήρα και το πριμ.
Καταλήγοντας θα ήθελα να δώσω μερικά ακόμα στοιχεία για τα οποία δεν έδωσα στο παρόν κείμενο ιδιαίτερη έκταση και αφορούν τις άδειες-διακοπές στο εξωτερικό που είναι ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο. Τους πρώτους τουρίστες από τη Μεγάλη Βρετανία το 1920 τους δέχτηκε και συζήτησε μαζί τους ο Β. Ι. Λένιν. Ο κρατικός οργανισμός εισερχόμενου και εξερχόμενου τουρισμού (Ιντουρίστ) δημιουργήθηκε τον Απρίλη του 1929. Τα πρώτα γκρουπ εκτός Σοβιετικής Ένωσης σε δυτικές χώρες εμφανίστηκαν το 1955, ενώ μετά τη δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου υπήρξαν ανταλλαγές τουριστών μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών. Πριν την εμφάνιση της Ιντουρίστ υπήρχαν διάφοροι τουριστικοί οργανισμοί τους οποίους και απορρόφησε. Στις 3 Ιούνη του 1957 δημιουργήθηκε ο τουριστικός οργανισμός νεολαίας (Σπούτνικ) ενώ είχε διαμορφωθεί και ο τουριστικός οργανισμός των σοβιετικών συνδικάτων οι οποίοι εξυπηρετούσαν εισερχόμενο και εξερχόμενο τουρισμό. Όλοι οι οργανισμοί διέθεταν τα δικά τους ξενοδοχεία σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Αυτό το θέμα όμως μπορεί να αποτελέσει θέμα ξεχωριστού κειμένου όπως και πολλά άλλα στα οποία υπάρχει μια πολύ μικρή αναφορά στο παρόν κείμενο.
Μπορείτε να κατεβάσετε το άρθρο εδώ.